Ανοιχτή κοινωνία και δημοψηφίσματα: Συμβατότητα και προϋποθέσεις
Η αμεσοδημοκρατική έκφραση της λαϊκής βούλησης μέσω του θεσμού του δημοψηφίσματος, φαντάζει ιδιαίτερα ελκυστική σε κάθε δημοκρατικό πολίτη, που πιστεύει σε μία ανοιχτή κοινωνία χωρίς στεγανά και αποκλεισμούς.
Εν τούτοις, οι πρόσφατες εμπειρίες του ελληνικού και του βρετανικού δημοψηφίσματος (αν και πρόκειται για δύο περιπτώσεις με διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά) γεννούν σοβαρά ερωτηματικά, για το κατά πόσο στις σύγχρονες πολυπληθείς κοινωνίες με τα σύνθετα προβλήματα, μπορεί το δημοψήφισμα να αποτελέσει γνήσιο μέσο της λαϊκής βούλησης, χωρίς να γίνεται εργαλείο σε συγκυριακές πολιτικές επιδιώξεις, και, δημαγωγικές εξάρσεις… εθνικής υπερηφάνειας.
Οι προαναφερόμενες εμπειρίες, έχουν προκαλέσει σε πολλούς πολίτες, δικαιολογημένες αμφιβολίες για το κατά πόσο η προσφυγή στο δημοψήφισμα, ευνοεί τη λήψη αποφάσεων προς την κατεύθυνση μιας ανοιχτής δημοκρατικής κοινωνίας.
Η προσωπική μου άποψη, είναι ότι ολοκληρωμένη “ανοιχτή δημοκρατία’’ χωρίς εργαλεία συμμετοχικής και άμεσης δημοκρατίας δεν μπορεί να υπάρξει.
Στο ελληνικό και το βρετανικό δημοψήφισμα, το πρόβλημα δεν ήταν φυσικά ο θεσμός του δημοψηφίσματος καθαυτός, αλλά ο τρόπος με τον οποίo προκηρύχθηκαν, οι συνθήκες μέσα στις οποίες πραγματοποιήθηκαν, και, οι σκοπιμότητες που εντέλει εξυπηρέτησαν τα εν λόγω δημοψηφίσματα.
Το δημοψήφισμα, σε μια ώριμη δημοκρατία, πρέπει να αποτελεί το τελευταίο στάδιο μίας διαδικασίας ζύμωσης και διαβούλευσης για ένα συγκεκριμένο ζήτημα, και όχι όχημα ευκαιριακών πολιτικών επιλογών. Επίσης, πρέπει να διέπεται από ένα σαφές πλαίσιο που να καθορίζει ποια ζητήματα μπορούν να ρυθίζονται με δημοψήφισμα και ποια όχι (πχ τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προστασίας των μειονοτήτων, η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των νομικών είναι ότι δεν πρέπει να τίθενται σε δημοψήφισμα), και όλη η διαδικασία να ελέγχεται από ένα αρμόδιο όργανο με εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αντικειμενικότητας (πχ μια Ανεξάρτητη Διοικητική αρχή).
Οι πρόσφατες εμπειρίες έδειξαν ότι, όταν οι πολίτες καλούνται να αποφασίσουν με ένα ναι ή ένα όχι, για ιδιαίτερα σύνθετα ζητήματα, χωρίς να έχουν έχουν λάβει προηγουμένως μέρος στην διαμόρφωση και την εφαρμογή των ασκούμενων πολιτικών, όταν έχουν συνηθίσει για δεκαετίες να μην έχουν κανένα λόγο στην λήψη των αποφάσεων, τότε είναι λογικό η ψήφος τους να λειτουργεί ως μέσο αντισυστημικής έκφρασης, επιλέγοντας απλουστευτικά το αντίθετο από αυτό που θεωρούν ότι υποστηρίζει κάθε φορά το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο.
Η χρήση των δημοψηφισμάτων, προϋποθέτει ένα πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο όπου η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών συμμετέχει καθημερινά στην διαμόρφωση της δημόσιας ατζέντας, και πολίτες με επαρκή παιδεία, αξιοπρεπή εργασία και ανεμπόδιστη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά. (Βλέπε πχ. την περίπτωση της Ελβετίας , αλλά και της Ιταλίας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης).
Διαφορετικά, όποιο ερώτημα κι αν τίθεται στο ψηφοδέλτιο, το πραγματικό δίλημμα στα μάτια των περισσότερων, θα είναι μεταξύ αυτού που επιθυμούν οι ελίτ των (όποιων) προνομιούχων, απέναντι στην αντίδραση της μεγάλης μάζας των αποκλεισμένων.
Όταν οι περισσότεροι πολίτες θα έχουν ισότιμη πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά της μόρφωσης, της παιδείας, της υγείας και της αξιοπρεπούς εργασίας, σε μια κοινωνία με διαφάνεια και αξιοκρατία, τότε ο θεσμός του δημοψηφίσματος θα αποτελεί πραγματικό εργαλείο συμμετοχικής δημοκρατίας.
Συνεπώς, η ανοιχτή κοινωνία αποτελεί προϋπόθεση για την καλή χρήση του θεσμού του δημοψηφίσματος, και όχι το αντίθετο.
Μέχρι τότε όμως, οι υποστηρικτές της ανοιχτότητας, έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε!