Ανοιχτότητα: Ένα Παράδειγμα, μία Νέα Μέθοδος Πολιτικής Δράσης, μία Νέα Πολιτική Ατζέντα.

George Hionidis
epikairo blog
Published in
8 min readJun 1, 2016

Ανοιχτότητα — Το Παράδειγμα:

Λίγες εβδομάδες πριν αποκαλύφθηκε η εμπλοκή του Λεωνίδα Μπόμπολα σε μία κακουργηματική ποινική δικογραφία στην Κύπρο, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε σε βάρος του ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Το σκάνδαλο επιγραμματικά έχει ως εξής: η Ηλέκτωρ, εταιρία συμφερόντων Μπόμπολα, είχε συνάψει συμβάσεις με αντικείμενο τη διαχείριση απορριμμάτων με τους Δήμους Πάφου και Λάρνακας Κύπρου, με τιμές διπλάσιες ή ακόμα και τριπλάσιες σε σύγκριση με το πραγματικό κόστος, ενώ παράλληλα εμφάνιζε φουσκωμένες κατά 15–20% τις ποσότητες των απορριμάτων που διαχειριζόταν. Σύμφωνα με καταγγελίες του Δημάρχου Πάφου, οι επαχθείς συμβάσεις ήταν προϊόν χρηματισμού Δημάρχων και υπηρεσιακών παραγόντων από τον Μπόμπολα, ενώ ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε και κατά του διευθυντή μελετητικής εταιρίας που είχε αναλάβει να προετοιμάσει έναν από τους διαγωνισμούς.

Παρότι διαδραματίστηκε σε μία διαφορετική έννομη τάξη, το σκηνικό που περιγράφεται πιο πάνω θυμίζει έντονα Ελλάδα, όπου ένα κλειστό σύστημα εργολάβων και αιρετών ή υπηρεσιακών εκμεταλλεύεται την ανυπαρξία ελεγκτικού μηχανισμού για να διαμορφώνει διαγωνιστικές διαδικασίες προς όφελός του με σκοπό την μεγιστοποίηση των κερδών του.

Στην Ελλάδα του 2016, σε μια κατά τεκμήριο δηλαδή σύγχρονη χώρα του αναπτυγμένου κόσμου, δεν υπάρχει ένας στοιχειωδώς αποτελεσματικός μηχανισμός ελέγχου και εποπτείας των δημοσίων δαπανών.

Υπάρχει βέβαια το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο έλεγχος όμως του Ελεγκτικού Συνεδρίου πέραν του ότι περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις δαπάνες των Δήμων και των Περιφερειών αφήνοντας έξω τα 90 δις δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, είναι μόνο τυπικός. Περιορίζεται δηλαδή σε έναν τυπικό έλεγχο νομιμότητας και κανονικότητας. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι εάν ένας Δήμαρχος υπογράψει μία σύμβαση διαχείρισης απορριμμάτων με τιμή 60ευρώ/τόνο ενώ η “δουλειά” μπορεί να γίνει με 10ευρώ/τόνο, δεν θα έχει κανένα απολύτως πρόβλημα, εάν η διαδικασία εξελιχθεί σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος και αν οι υπογραφές των υπηρεσιακών παραγόντων έχουν μπει με την σωστή σειρά! Κανένας προσυμβατικός ή εκ των υστέρων έλεγχος αποδοτικότητας, οικονομικότητας και αποτελεσματικότητας δεν υπάρχει που να προσδιορίζει εάν το ύψος της σύμβασης είναι εύλογο ή εκτέλεσή της γίνεται κατά τρόπο συμβατό με το δημόσιο συμφέρον.

Αυτή η παντελής έλλειψη επί της ουσίας ελέγχου των δημοσίων δαπανών δίνει τη δυνατότητα σε ένα κλειστό σύστημα εργολάβων, Δημάρχων και υπηρεσιακών παραγόντων να διαμορφώνει χειραγωγούμενες διαγωνιστικές διαδικασίες χωρίς συνέπειες. Σε μία κλειστή και μικρή αγορά όπως η ελληνική, η κατάστρωση μειοδοτικών διαγωνισμών χωρίς κατώτατο όριο δίνει τη δυνατότητα σε αυτό το κλειστό σύστημα να αποκομίζει τεράστια κέρδη σε βάρος του δημοσίου χρήματος εξασφαλίζοντας έργα με μηδενική ή πενιχρή έκπτωση. Μάλιστα, η έγκριση της διαδικασίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο αποκλειστικά με βάση τυπικά κριτήρια νομιμότητας παρέχει στο σύστημα μια ακαταμάχητη νομική ασπίδα απαλλάσσοντας κατ’ ουσία τους εμπλεκόμενους από κάθε ευθύνη.

Τι μπορεί να γίνει;

Υπάρχουν δύο δρόμοι:

Ο πρώτος είναι η πεπατημένη. Θα μπορούσε το Ελεγκτικό Συνέδριο με μία σαρωτική νομοθετική παρέμβαση να εξοπλιστεί με ενισχυμένες αρμοδιότητες, ο έλεγχος του να επεκταθεί και έτσι να μετατραπεί σε ένα πλήρως λειτουργικό δημόσιο όργανο ουσιαστικού ελέγχου και εποπτείας των δημοσίων δαπανών. Μάταιο. Οι μέχρι σήμερα προσπάθειες έχουν πέσει στο κενό. Παρά τις ασφυκτικές πιέσεις της Τρόικας, παρά τα σχέδια του Ευρωκοινοβουλίου για μετεξέλιξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε οργανισμό στα πρότυπα των αντίστοιχων ευρωπαϊκών με την υιοθέτηση των βέλτιστων διεθνών και ευρωπαϊκών πρακτικών, ένας ετερόκλητος συνδυασμός παραγόντων αντιδρά στην κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης. Από τη μία, το κλειστό σύστημα εργολάβων, υπηρεσιακών παραγόντων και αιρετών της Τ.Α. που είναι αλλεργικό σε κάθε είδους έλεγχο για ευνόητους λόγους. Από την άλλη, οι ίδιοι δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου που άγνωστο (;) για ποιον λόγο μπλοκάρουν την όποια απόπειρα αλλαγής προτάσσοντας ζητήματα αντισυνταγματικότητας.

Αντίστοιχα, το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτρονικών Συμβάσεων δεν έχει τεθεί μέχρι και σήμερα σε πλήρη λειτουργία, παρότι το νομοθετικό πλαίσιο υπάρχει εδώ και καιρό. Οι συνεχείς αναβολές στην υποχρεωτική εφαρμογή του, η απροθυμία των φορέων του Δημοσίου και των ΟΤΑ να το ενημερώνουν με επάρκεια με τα απαιτούμενα στοιχεία αλλά και η χαοτική διάρθρωσή του στο διαδίκτυο το έχουν καταστήσει δυσλειτουργικό και εχθρικό στον απλό πολίτη που θα επιχειρήσει να αντλήσει από αυτό πληροφορίες.

Πέρα από την πεπατημένη, υπάρχει και ένας δεύτερος, πιο δύσκολος αλλά και πιο ρηξικέλευθος δρόμος.

Ας φανταστούμε λοιπόν ότι όλες οι δημόσιες συμβάσεις ταυτόχρονα με την αυτονόητη δημοσίευσή τους στη Διαύγεια, στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (ΚΗΜΔΗΣ) και στο Εθνικό Σύστημα Ηλεκτρονικών Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΣΗΔΗΣ )ταξινομούνται ανά αντικείμενο και ανά μέγεθος σε μία παράλληλη δημόσια ανοιχτή πλατφόρμα. Με έναν τρόπο απλό, εύχρηστο και κατανοητό για το σύνολο των πολιτών, από έναν κάτοχο διδακτορικού μέχρι έναν απόφοιτο του Γυμνασίου, με έναν αλγόριθμο θα μπορούσε να βγει ανά κατηγορία σύμβασης ένας μέσος όρος τιμής. Έτσι στο παράδειγμά μας, μέσα από τη δημόσια αυτή πλατφόρμα, ο απλός πολίτης θα μπορούσε να ενημερωθεί ότι ο μέσος όρος τιμής ανά τόνο για μία σύμβαση διαχείρισης απορριμμάτων σε έναν Δήμο μεσαίου πληθυσμού θα ήταν 15 ευρώ. Στην ίδια δημόσια πλατφόρμα θα μπορούσαν να υπάρχουν και συμβάσεις πιλότοι, υποδείγματα συμβάσεων ανά κατηγορία που θα πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις μέγιστης αποδοτικότητας, οικονομικότητας και αποτελεσματικότητας των οποίων οι τιμές θα αντικατόπτριζαν τις πιο οικονομικά συμφέρουσες επιλογές. Έτσι, ένας Δήμαρχος και ένας υπηρεσιακός παράγοντας που θα κατάστρωνε έναν διαγωνισμό θα το σκεφτόταν διπλά να υπογράψει μια σύμβαση με τιμή κατά πολύ μεγαλύτερη από τον μέσο όρο. Μία παράταξη της αντιπολίτευσης θα είχε στα χέρια της ένα πολύτιμο εργαλείο για να ασκήσει δημόσιο έλεγχο και κριτική σε μία επαχθή σύμβαση. Και ένας πολίτης θα γνώριζε ανά πάσα στιγμή τα πεπραγμένα της Δημοτικής αρχής του. Διαχειριστής της δημόσιας αυτής πλατφόρμας θα μπορούσε να είναι μία Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή, ή ακόμα και μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση πιστοποιημένη και αυστηρά εποπτευόμενη.

Η δυσκολία του δρόμου αυτού έγκειται στην ύπαρξη μιας τεράστιας πολιτικής πρόκλησης. Πώς θα δημιουργηθεί κοινωνική πίεση η οποία θα μετουσιωθεί σε κοινωνικό αίτημα για την αποδυνάμωση ή κατάργηση του κλειστού αυτού συστήματος; Πώς θα διαμορφωθούν οι απαραίτητες κοινωνικές πλειοψηφίες που θα αντιπαρατεθούν στο “κλειστό”; Προϋπόθεση για να γίνει κάτι τέτοιο είναι να καταλάβουν οι πολλοί ότι η λειτουργία αυτού του συστήματος τους πλήττει άμεσα. Ότι οι πόροι που κερδίζει ένας εργολάβος εξασφαλίζοντας ένα έργο με μηδενική έκπτωση, αντί να καταλήξουν στον τραπεζικό του λογαριασμό, θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε μια δομή κοινωνικής πρόνοιας, στη συντήρηση ενός έργου υποδομής στη γειτονιά του πολίτη, σε ένα άλλο έργο.

Ο δεύτερος αυτός δρόμος είναι πραγματιστικός αλλά και ριζοσπαστικός ταυτόχρονα. Πραγματιστικός, γιατί αναγνωρίζει ότι είναι μία χίμαιρα να προσδοκάς ότι μία νομοθετική ή θεσμική μεταρρύθμιση θα αποδώσει, αν την επινοήσουν ή την υλοποιήσουν οι ίδιοι άνθρωποι που ευθύνονται για το αδιέξοδο. Ριζοσπαστικός, γιατί επιχειρεί να υπερβεί τις θεσμοθετημένες διαδικασίες δημόσιας δράσης.

Η αρχή της Ανοιχτότητας εμπεριέχει μία ομολογία: ότι σήμερα στη χώρα μας οι πρωταρχικές πηγές ανισότητας είναι μια σειρά κλειστών συστημάτων που ευνοούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και αφήνουν στις σκιές μεγάλες μάζες ανθρώπων ανήμπορες να αντιδράσουν και να επηρεάσουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τα κλειστά αυτά συστήματα διαχρονικά αναπαράγουν τις ανισότητες, διαιωνίζουν την κοινωνική αδικία και το χειρότερο; Μας εξοικειώνουν με αυτήν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να τη θεωρούμε κάτι απολύτως φυσιολογικό. Τα κλειστά αυτά συστήματα βρίσκονται παντού: στην αιτιολογική έκθεση ενός Νόμου, σε μια εκπρόθεσμη τροπολογία, στην παρέμβαση ενός επενδυτικού συμβούλου σε έναν Γενικό Γραμματέα Υπουργείου, στα προνόμια μια κλειστής επαγγελματικής ή συνδικαλιστικής κάστας, συνήθως κρυμμένα από τα τα μάτια των πολλών.

Ταυτόχρονα όμως η Ανοιχτότητα ανοίγει νέους δρόμους, προσδιορίζει νέες πολιτικές προκλήσεις και επαναπροσδιορίζει το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης σε έναν νέο άξονα πιο συγκεκριμένο, πιο απτό, πιο κοντά στα προβλήματα των συνηθισμένων ανδρών και γυναικών: αν θέλουμε να χτυπήσουμε στη ρίζα τους την ανισότητα και την κοινωνική αδικία που αφήνουν μεγάλες μάζες των ανθρώπων στις σκιές, πρέπει πρώτα να εντοπίσουμε τις κλειστές κοινωνικές δομές και τις συγκεντρώσεις ισχύος που τις δημιουργούν. Στη συνέχεια πρέπει να βρούμε πώς θα τις ανοίξουμε.

Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό;

Μία νέα Μέθοδος Πολιτικής Δράσης

Υπάρχουν σήμερα πολλοί υποψήφιοι μελλοντικοί πολιτικοί ηγέτες, μεσαία κομματικά στελέχη και νεολαίοι που εμπνέονται από τον Kennedy και τον Obama, που θαυμάζουν τις κατακτήσεις του New Deal και της χρυσής εποχής της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που θέλουν να γίνουν ο επόμενος Ελευθέριος Βενιζέλος, Ανδρέας Παπανδρέου ή Κωνσταντίνος Καραμανλής αλλά δεν έχουν τον τρόπο. Αδυνατούν να επινοήσουν έναν πολιτικό λόγο που να εμπνέει και το θεσμικό ρεπερτόριο το οποίο καλούνται να διαχειριστούν είναι εξαιρετικά φτωχό. Αυτές οι δύο τελευταίες διαπιστώσεις μας δείχνουν και έναν δρόμο απαλλαγής μας από το αδιέξοδο.

Γιατί κατά πρώτον, ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος για ν’ αρχίσουμε να φέρνουμε αλλαγές είναι η προσπάθεια να αναπλάσουμε τον δημόσιο διάλογό μας. Να τον χύσουμε σε νέα καλούπια. Αν δεν κουβεντιάσουμε διαφορετικά, δεν πρόκειται να σκεφτούμε διαφορετικά.

Πριν από κάθε μεγάλη κοινωνική αλλαγή προηγείται πάντα μία χρονική περίοδος που τα ιστορικά εγχειρίδια συνήθως δεν την αγγίζουν. Είναι η περίοδος κατά την οποία σφυρηλατείται μια νέα ρητορεία της δημόσιας δράσης έξω από τα παραδοσιακά και συστημικά κανάλια εξουσίας. Πρώτα, αλλάζει η γλώσσα, επαναπροσδιορίζονται τα σημεία της πολιτικής σύγκρουσης και πλήττεται η θεμιτότητα της κατεστημένης τάξης πραγμάτων μέσα από την κατασκευή ενστάσεων ως προς τα πράγματα και την προβολή εναλλακτικών επιλογών. Όταν αυτή η νέα γλώσσα την Πολιτικής καθιερωθεί, η αλλαγή έρχεται σαν φυσικό φαινόμενο, σαν έτοιμη από παλιά. Αυτό πρέπει να γίνει και στον τελματωμένο ελληνικό δημόσιο διάλογο. Τα κλειστά συστήματα αφού εντοπιστούν θα πρέπει να απονομιμοποιηθούν πολιτικά. Πρόκειται για μια βαθιά συγκρουσιακή διαδικασία και για αυτό ακραία πολιτική. Γιατί παρά τις ατέρμονες ονειροπολήσεις πολλών “φιλελευθέρων” μια δημοκρατία συνεχών συναινέσεων συνήθως αναπαράγει το κλειστό και άρα δεν παραμένει για πολύ Δημοκρατία.

Κατά δεύτερον, το αντίδοτο στη θεσμική μας φτώχεια είναι η υιοθέτηση του κοινωνικού πειραματισμού ως πολιτικού προγράμματος και ως κουλτούρας δημόσιας δράσης. Από το πείραμα του παγκόσμιου βασικού εγγυημένου εισοδήματος στην Λωζάνη, στο Άμστερνταμ και στην Ουγκάντα μέχρι τις διασυνδεδεμένες κοινότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο, από τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς στη Γερμανία μέχρι το Sahara Forest Project που επιχειρεί να δημιουργήσει καλλιεργήσιμη γη στην έρημο , σε ολόκληρο τον πλανήτη, από το ανεπτυγμένο κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού, έως τις αναδυόμενες οικονομίες και τις φτωχές χώρες τις υποσαχάριας Αφρικής μία όσμωση Πολιτικών , κοινωνικών επιστημόνων, ερευνητών, κρατικών γραφειοκρατών και εθελοντών προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες προκλήσεις των κοινωνιών του 21ου αιώνα μέσα από μία διαδικασία συνεχούς κοινωνικού πειραματισμού. Γιατί όχι και στην Ελλάδα;

Μια Νέα Πολιτική Ατζέντα;

Στη σημερινή πολιτική συγκυρία το Κλειστό γίνεται ξανά αντικείμενο πολιτικής ευλάβειας. Ενίοτε οι πρωταγωνιστές μπορεί να αλλάζουν, όμως η λογική και οι συνέπειές του παραμένουν οι ίδιες: οι εκλεκτοί απολαμβάνουν τα προνόμιά τους και οι υπόλοιποι είτε βλέπουν το πάρτυ απ’ έξω είτε δεν το αντιλαμβάνονται καν. Η πολιτική πρόκληση που ανοίγεται μπροστά μας είναι αυτή: μπορεί η Ανοιχτότητα να συγκροτήσει έναν νέο πολιτικό άξονα πάνω στον οποίο θα επωαστούν οι νέες προοδευτικές πλειοψηφίες και θα σφυρηλατηθεί μία νέα γλώσσα της Πολιτικής ή όχι; Σήμερα οι σπόροι του νέου αυτού πολιτικού άξονα βρίσκονται διάσπαρτοι σε διάφορα, περιθωριακά προς το παρόν, αλλά ελπιδοφόρα εγχειρήματα, που επιχειρούν να τον προωθήσουν σε διάφορες όψεις της δημόσιας ζωής. Το μεγάλο στοίχημα είναι αυτές οι πρωτοβουλίες να ενοποιηθούν, να μετουσιωθούν σε μια ολοκληρωμένη προοδευτική πολιτική ατζέντα που θα επαναπροσδιορίσει την πολιτική σύγκρουση. Η αποδυνάμωση ή η περαιτέρω εδραίωση του “Κλειστού” θα εξαρτηθεί από την έκβαση αυτού του στοιχήματος.

--

--