Η Ελλάδα και το Ευρωπαϊκό «Τρίλημμα».

George Hionidis
epikairo blog
Published in
8 min readMay 26, 2016
via dailymail

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ευρωκρίση έχει κάνει μεγάλη ζημιά στις δημοκρατίες των κρατών μελών της Ε.Ε. Η εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό σχέδιο φθίνει με ραγδαίους ρυθμούς, τα κεντρώα φιλοευρωπαϊκά κόμματα χάνουν δυνάμεις και τα κόμματα των άκρων, κυρίως τα ακροδεξιά με αντιευρωπαϊκή ρητορική, είναι οι βασικοί ωφελημένοι της συγκυρίας.

Αν επιχειρήσει κάποιος να εξηγήσει αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, την Ευρωζώνη και την Ελλάδα απλά αθροίζοντας την οικονομική ύφεση, την προσφυγική κρίση και τη γενικότερη απαξίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, θα χάσει την μεγάλη εικόνα. Γιατί το πρόβλημα σήμερα είναι βαθύτερο, πιο σύνθετο και το κυριότερο: οι ρίζες του βρίσκονται λίγες δεκαετίες πριν, όταν οι ευρωπαϊκές ελίτ συνέλαβαν και έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο της ενιαίας αγοράς και του κοινού νομίσματος. Η οικονομική κρίση και το προσφυγικό ζήτημα αποτέλεσαν απλά την αφορμή για να βρεθεί η Ευρώπη αντιμέτωπη με τα εσωτερικά ιστορικά, στρατηγικά και γεωπολιτικά της αδιέξοδα.

Για να αντιληφθούμε όμως τι συμβαίνει σήμερα είναι κρίσιμο να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν:

Δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες θεωρίες βρίσκονται πίσω από το πρωτοφανές πείραμα της Ευρωζώνης.

Η πρώτη υποστηρίχθηκε κυρίως από συντηρητικούς οικονομολόγους, οπαδούς της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς. Πίσω από αυτήν την οικονομική προσέγγιση η ραγδαία άνοδος και πτώση τιμών στην οικονομία και την μακροοικονομική, η ανισότητα και η χαμηλή ανάπτυξη αποτελούν συμπτώματα της υπερβολικής κρατικής παρέμβασης. Η ενιαία αγορά και το κοινό νόμισμα θα μπορούσαν να περιορίσουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στον καταλληλότερο για αυτές ρόλο: στο να κάνουν δηλαδή πάρα πολύ λίγα. Η δημιουργία ευρωπαϊκών πολιτικών θεσμών για τους υποστηριχτές αυτής της θεωρίας αποτελούσε στην καλύτερη περίπτωση περισπασμό, στη χειρότερη θα ήταν επιβλαβής.

Στον αντίποδα, η δεύτερη θεωρία, πιο ιδεαλιστική, εμπνευσμένη από τις νεολειτουργιστικές και ομοσπονδιακές πνευματικές παραδόσεις, θεωρούσε ότι η Ευρώπη τελικά θα εξέλισσε τους ημι-ομοσπονδιακούς πολιτικούς της θεσμούς κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι εθνικές δημοκρατίες της τελικά θα υπερεθνικοποιούνταν. Σε αυτήν την ιστορικά αναπόδραστη πορεία η δημιουργία της ενιαίας αγοράς και του κοινού νομίσματος θα δημιουργούσε κάποιες ανισορροπίες ανάμεσα στους πολιτικούς και τους αμιγώς οικονομικούς θεσμούς αλλά οι ανισορροπίες αυτές θα ήταν εντελώς προσωρινές. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού “Δήμου”, θα τις θεράπευε οριστικά.

Αν και εντελώς αντίθετες οι δύο αυτές θεωρίες μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο. Ποτέ δεν διατυπώθηκαν ανοιχτά παρά μόνο σε περιορισμένο και εξειδικευμένο κοινό. Γιατί μπορεί να έβρισκαν ευήκοα ώτα σε μεταπτυχιακά προγράμματα ευρωπαϊκού δικαίου των καλύτερων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων ή σε fora πολιτικών και επιστημονικών ελίτ, όμως ο φόβος των αντιδράσεων από το ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, ομάδων συμφερόντων και lobby τις κράτησε μακριά από τον δημόσιο διάλογο. Αυτή η κρυψίνοια μπορεί να έδωσε τη δυνατότητα στους υποστηριχτές τους να επιχειρηματολογούν έμμεσα υπέρ της βιωσιμότητας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με βάση τη μία ή την άλλη θεωρία, θα έπρεπε όμως να τους διδάξει κάτι. Ότι σε επίπεδο Πολιτικής οι προσεγγίσεις αυτές ήταν πρακτικά ανεφάρμοστες.

Σήμερα, μεταξύ των ελίτ που στηρίζουν τις δύο αυτές θεωρίες εξακολουθεί να υποβόσκει μια οξεία σύγκρουση. Όμως, η σφοδρή και πολλαπλή κρίση: αποπληθωρισμός, ανεργία και ύφεση από οικονομικής πλευράς, δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, μεταναστευτικό και η άνοδος ακραίων κομμάτων στα κράτη μέλη από πολιτικής πλευράς, δεν επιτρέπει άλλη αναβολή στη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Η παγκόσμια κρίση του 2008 δεν υπήρξε ένα συνηθισμένο οικονομικό σοκ από αυτά συχνά πυκνά σημάδεψαν την παγκόσμια οικονομία μετά την δεκαετία του ‘70. Υπήρξε μια συστημική κρίση που απείλησε με ολοκληρωτική κατάρρευση.

Στα “παραδοσιακά” οικονομικά σοκ οι Κυβερνήσεις επιτρέπουν συνήθως την αποτυχία να εξελιχθεί. Αφήνουν τις προβληματικές εταιρίες να πτωχεύσουν, κουρεύουν τα χρέη των πιστωτών, επιτρέπουν στις τις αγορές να προσαρμοστούν και τους υπερβολικά ριψοκίνδυνους να χρεοκοπήσουν. Σε μια συστημική κρίση, όπως η σημερινή, τέτοιου είδους μέτρα δεν λειτουργούν. Απαιτείται αποφασιστική και γιγαντιαία παρέμβαση, τεράστιες χρηματικές ροές για τόνωση της ζήτησης, εγγυήσεις και κεφάλαιο για να αποφευχθεί η κατάρρευση. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι ΗΠΑ. Στην Ευρωζώνη όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.

Η κρίση που συνεχίζει να μαστίζει μέχρι σήμερα την Ευρωζώνη είναι τριπλή: τραπεζική, ανάπτυξης και δημόσιου χρέους. Οι τρεις αυτές κρίσεις είναι αλληλοτροφοδοτούμενες. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το ένα σκέλος της κρίσης πυροδοτεί το άλλο, όπως αποτυπώνεται στο παρακάτω διάγραμμα:

Το ευρωπαϊκό “τρίλημμα” και η Ελλάδα.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ οι Γερμανία και οι υπόλοιπες πιστώτριες χώρες επέλεξαν διαφορετική συνταγή για την αντιμετώπιση αυτής της τριπλής κρίσης. Υιοθετώντας την αντίληψη ότι η απάντηση στην κρίση είναι οι “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις”, οι Ευρωπαίοι δανειστές προώθησαν σαρωτικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα με έμφαση στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την απελευθέρωση αγορών προϊόντων και υπηρεσιών συνοδεύοντάς τα με προγράμματα “δημοσιονομικής προσαρμογής”, που μεταφράζονται σε περικοπές δαπανών, μειώσεις μισθών και εσωτερική υποτίμηση.

Η αποτυχία αυτής της συνταγής για την αναζωογόνηση της ανάπτυξης αποδεικνύεται καθημερινά. Οι ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης δεν φαίνεται να μπορούν να ξεφύγουν από την κρίση ύφεσης και δημοσίου χρέους, με το πρόβλημα να αγγίζει πλέον και τις πλεονασματικές εξωστρεφείς οικονομίες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.

Μακροπρόθεσμα, το γερμανικό σχέδιο έχει λογική: η δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου, όπου θα επικρατούν σε όλα τα κράτη μέλη οι ίδιες ρυθμίσεις στην οικονομία, τις εργασιακές σχέσεις, στους θεσμούς, στο φορολογικό έλεγχο δεν αποτελεί ζήτημα ανωτερότητας κάποιου συγκεκριμένου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου αλλά ζήτημα νομιμοποίησης. Ο Γερμανός φορολογούμενος θα αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα την μεταφορά πόρων σε μία προβληματική οικονομία όπως η Ελληνική, αν σε αυτήν ισχύουν οι ίδιες ρυθμίσεις που ισχύουν στη Γερμανία. Αντίθετα, εάν θεωρεί ότι σε κάποιες χώρες της Ε.Ε. τα πράγματα λειτουργούν πιο χαλαρά και ασύδοτα θα αντιδράσει απέναντι Κυβέρνηση που θα του επιβάλει την επιβάρυνση του εθνικού προϋπολογισμού για τη μεταφορά πόρων σε “ανεύθυνους” εταίρους.

Βραχυπρόθεσμα όμως η γερμανική λογική αδυνατεί να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της ανεπαρκούς ζήτησης και αύξησης της ανεργίας. Αλήθεια, τι νόημα έχει η διευκόλυνση των επιχειρήσεων να απολύουν εργαζομένους, αν δεν βρίσκουν πελάτες να πουλήσουν; Τι νόημα έχουν μέτρα για την αύξηση της παραγωγικότητας όταν η ζήτηση καταρρέει λόγω της λιτότητας; Οι περίφημες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε περιόδους κρίσης αποδεικνύεται ότι επιβαρύνουν την ανεργία και τροφοδοτούν τον φαύλο κύκλο. Μέχρι σήμερα, η μοναδική απάντηση στην κρίση που φάνηκε να λειτουργεί είναι η αμερικανική: κεϋνσιανού τύπου τόνωση της ζήτησης με γιγαντιαίες χρηματικές ροές.

Ωστόσο, το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Σύμφωνα με τον Dani Rodrik, στην παγκόσμια οικονομία υπάρχει ένα πολιτικό “τρίλημμα”. Σύμφωνα με αυτό, δεν μπορείς να συνδυάσεις παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και εθνική κυριαρχία ταυτόχρονα. Πρέπει να επιλέξεις δύο από τα τρία.

Σήμερα στην ευρωζώνη αυτό το “τρίλημμα” είναι οξύτερο από οπουδήποτε. Υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει πάρει τη μορφή της επιθετικής απαίτησης εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από τις δανείστριες χώρες προς τις δανειζόμενες. Παράλληλα, οι πιστώτριες χώρες επιβάλλουν προγράμματα σκληρής λιτότητας συχνά δίνοντας την εντύπωση ότι συμπεριφέρονται με τιμωρητική διάθεση απέναντι σε “ανεύθυνους” και “τεμπέληδες” λαούς. Η βίαιη υποχώρηση της εθνικής κυριαρχίας των κρατών μελών που συνεπάγεται η εφαρμογή των Μνημονίων, δεν συνοδεύτηκε από τον εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την δημιουργία ενός πραγματικού ευρωπαϊκού “πολιτικού χώρου”. Και κανένας Ευρωπαίος πολιτικός, είτε είναι αριστερός είτε δεξιός, δεν είναι πρόθυμος να παραδίδει εθνική κυριαρχία σε μία υπερεθνική ένωση με ανύπαρκτη δημοκρατική λογοδοσία.

Το αδιέξοδο αυτής της πορείας το ζούμε καθημερινά. Ακραία αντιευρωπαϊκά κόμματα βλέπουν τη δημοτικότητά τους να καλπάζει, μετριοπαθείς κυβερνήσεις που εφαρμόζουν Μνημόνια φθείρονται ραγδαία, η στάση των ευρωπαϊκών λαών απέναντι στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση γίνεται όλο και πιο εχθρική. Ο συνδυασμός παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας υπό καθεστώς πιέσεων και απειλών και έλλειψης δημοκρατικής λογοδοσίας σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Η Ευρώπη είτε θα μετατραπεί σε μία δημοκρατική ομοσπονδία είτε η οικονομική της ενοποίηση θα διακοπεί και θα θρυμματιστεί ή διαλυθεί.

Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα αυτού που συμβαίνει στην Ευρώπη από την Ελλάδα. Στιγματισμένη ως μία παντελώς αναξιόπιστη δημοσιονομικά χώρα, με ανεύθυνες πολιτικές ελίτ και ανίκανη δημόσια διοίκηση να αφήνουν τα ελλείμματα να καλπάζουν, η Ελλάδα ρημάζεται από τη λιτότητα και την ανεργία σε ύψος στα όρια της κοινωνικής αναταραχής.

Σύμφωνα με την Σαντάλ Μουφ η δημοκρατική πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται στην επίτευξη συμβιβασμών ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα ή αξίες ή στη διαβούλευση γύρω από το κοινό αγαθό. Θα πρέπει να μπορεί να επηρεάζει πραγματικά τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις του λαού, να κινητοποιεί τα πάθη υπέρ δημοκρατικών σχεδίων.Στην Ελλάδα, οι δυνάμεις που υιοθέτησαν το αντιμνημόνιο επένδυσαν σε αυτό το τελευταίο στοιχείο της Πολιτικής κερδίζοντας την υποστήριξη του πλειοψηφικού κομματιού της Κοινωνίας. Η πραγματικότητα όμως κατακρεούργησε το αφήγημά που με τόση συνέπεια καλλιέργησαν.

Από την άλλη πλευρά, το αυτοαποκαλούμενο “μέτωπο της λογικής” αγωνίστηκε να πείσει για την αναγκαιότητα των απαραίτητων “διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” και την υλοποίηση των Μνημονίων ως απαραίτητη προϋπόθεση για την παραμονή μας στην Ευρωζώνη. Σε εκφράσεις όπως “Πρέπει να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις” ή “Αν δεν υπήρχε Μνημόνιο θα έπρεπε αν το εφεύρουμε” συμπυκνώνεται η άποψη η υλοποίηση του Μνημονίου θα θεράπευε ταυτόχρονα και τα συμπτώματα της κρίσης. Αρκούσε η σωστή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται σε αυτό και η επιστροφή μας στην κανονικότητα θα γινόταν με έναν τρόπο σχεδόν αυτόματο. Καμία ακτινογράφηση του Μνημονίου, καμία επεξεργασία των μεταρρυθμίσεων που προτείνονται, κανένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση και αντιμετώπισης των δομικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, τα οποία το Μνημόνιο δεν αγγίζει καν, δεν έχει βρεθεί στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου.

Η ρητορική της “υπευθυνότητας” και της “λογικής” μετρήθηκε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου και ηττήθηκε εμφατικά. Αποδείχθηκε ότι πέρα από την ουσιαστική αβασιμότητά της δεν έχει και καμία στρατηγική αξία. Η επιμονή στο λάθος, αποτυπώνει την έλλειψη πολιτικού ταλέντου αλλά και στρατηγικό εγκλωβισμό.

Τρείς πολιτικές προτεραιότητες που πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο οποιασδήποτε προσπάθειας διεξόδου από το τέλμα, μπορούν να μας κάνουν να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο.

Πρώτον, ένα νέο δημοκρατικό σχέδιο για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που θα τεθεί σε πανευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο με πρωτοβουλία του Ευρωκοινοβουλίου. Η Ελλάδα, ένα από τα παλαιότερα μέρη της Ευρώπης των 28, θα πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν τον διάλογο, ανακαταλαμβάνοντας τον ζωτικό χώρο που έχασε τα τελευταία χρόνια.

Δεύτερον, για την Ελλάδα ένα νέο εθνικό σχέδιο που θα προκύψει από την δημιουργική πολιτική επεξεργασία του Μνημονίου και θα εμπλουτιστεί από ένα εθνικό αναπτυξιακό Μνημόνιο.

Τρίτον, ένα στέρεο διαπραγματευτικό σχέδιο, που θα επιχειρήσει να δημιουργήσει ευρωπαϊκές συμμαχίες κατά της εμμονικής λιτότητας και της κωλυσιεργίας εκδημοκρατισμού της Ένωσης. Το ότι ανίκανοι και αριβίστες πολιτικοί, όπως ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης, δεν κατάφεραν να μετουσιώσουν τη “συμμαχία του Νότου” από ρητορικό πυροτέχνημα σε πραγματικότητα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις κάτι τέτοιο να συμβεί.

Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσει κάποιος αυτό που μας συμβαίνει σήμερα.

Ο πρώτος είναι να ερμηνεύσει τα πάντα με τις βεβαιότητες του παρελθόντος. Να μιλήσει για “καπιταλιστικούς κύκλους”, για “αυτοδιόρθωση της αγοράς”, για “δημιουργικές καταστροφές”. Να επικρίνει το στρεβλό ελληνικό παραγωγικό μοντέλο και την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού δημοσίου, τους κακομαθημένους Έλληνες και το ανίκανο πολιτικό σύστημα και βυθισμένος στην μακαριότητα της πνευματικής του αυτοϊκανοποίησης, να παραμείνει άπραγος βλέποντας τα τρένα να παίρνουν.

Ο δεύτερος είναι να προσεγγίσει με τρόπο κριτικό την ευρωπαϊκή και ελληνική κρίση. Να προσπαθήσει να δει σφαιρικά τα γεγονότα. Να ξύσει την επιφάνεια μια στερεοτυπικής εικόνας της πραγματικότητας και κάνοντας μια κριτική αναδρομή στο παρελθόν να ερμηνεύσει τις σημερινές εξελίξεις εντοπίζοντας την αιτιακή αφετηρία τους. Κυρίως όμως να πειραματιστεί, να καινοτομήσει και να χαράξει μια στρατηγική εξόδου αντιλαμβανόμενος την μεγάλη εικόνα, αναπροσαρμόζοντας την στρατηγική του σε αυτά που πράγματι συμβαίνουν και όχι σε αυτά που μας υπαγορεύονται από τα στερεότυπα μας.

--

--