Οι χίμαιρες των Τσίπρα και Μητσοτάκη
Ακούμε από χθες ότι το προγραμματισμένο για τη Μ. Πέμπτη Eurogroup, το οποίο θα επικύρωνε την συμφωνία επί της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου, μπορεί και να μην διεξαχθεί, με την κυβέρνηση να επιθυμεί να μπει στη συμφωνία μια γενική ρήτρα “αυτόματου δημοσιονομικού κόφτη” αντί για τα ειδικότερα μέτρα ύψους 3,6 δις ευρώ που ζητούν οι δανειστές.
Την ίδια ώρα στη ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης βγαίνει από ένα Συνέδριο της ΝΔ ενισχυμένος μέσα στο κόμμα του, αλλά όχι αυτό που λέμε και πολιτικός κυρίαρχος. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί και ζητά επιμόνως εκλογές, για να φύγει η “χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης”, μ’ ένα κόμμα που δεν έχει προκάμει να ανανεωθεί και πάνω κάτω τους ίδιους να βρίσκονται στη βιτρίνα του.
Παρακολουθώντας αντιπαραβολικά τους Τσίπρα και Μητσοτάκη, προσωπικά βλέπω ότι αμφότεροι έχουν παραδοθεί σε μια προσωπική νομοτέλεια, που πηγάζει από μια αβάσιμη κατ’ εμέ αίσθηση σιγουριάς. Η προσωπική νομοτέλεια στον Τσίπρα μεταφράζεται σε “θα παραμείνω πρωθυπουργός ό,τι και να γίνει” και αντίστοιχα στον Μητσοτάκη “ό,τι και να γίνει θα είμαι ο επόμενος πρωθυπουργός”. Κάτι μου λέει όμως ότι αμφότεροι υποτιμούν το τι συντελείται στα υπόγεια στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, όπου αυτή η υποτίμηση άνετα μπορεί να μετατραπεί και σε χίμαιρα που μπορεί να τους εξαφανίσει και τους δύο. Και εξηγούμαι:
Ο Τσίπρας έχει την χίμαιρα ότι έχει τον λαό μαζί του. Έχοντας ως πρόσφατη ανάμνηση την τριπλή επικράτηση του 2015, έχει την εντύπωση πώς ό,τι και να κάνει, θα καταφέρει να το περάσει στον λαό και να το νομιμοποιήσει, από το σκληρότερο μνημόνιο, μέχρι την έξοδο από το ευρώ. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι μπορεί ακόμη να συγκρατήσει τις μάζες από την ριζοσπαστικοποίηση, ποντάροντας στο επικοινωνιακό του χάρισμα. Αλλά ήδη η κοινωνία τον αποδοκιμάζει σιωπηρά και ήδη στρέφεται είτε προς την αποχή, είτε προς ριζοσπαστικότερες κομματικές επιλογές. Παράλληλα πιστεύει ότι μπορεί να την βγάλει καθαρή από ακόμη μια εσωκομματική κρίση, που μπορεί να προκύψει από τους “53”. Ωστόσο ο Τσίπρας από το 2012 και έπειτα δεν έχει ανοίξει επαρκώς το κόμμα στην κοινωνία. Το κόμμα των 2 εκατομμυρίων ψηφοφόρων εξακολουθεί να έχει γύρω στα 30.000 μέλη και μια δεύτερη “αποσυγκόλληση” μιας εσωκομματικής φράξιας δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από νεοεισερχόμενους “Τσιπρικούς”. Ο Τσίπρας ναι μεν διορίζει ή υπόσχεται ότι θα διορίσει, αλλά κανείς δεν του κάνει τη χάρη να γραφτεί στο κόμμα και να τον στηρίξει.
Ο Μητσοτάκης από την άλλη έχει την χίμαιρα ότι θα είναι σίγουρα ο επόμενος πρωθυπουργός της χώρας, επειδή απολαμβάνει μιας εκτίμησης από τον χώρο του μεταρρυθμιστικού κέντρου. Παράλληλα θεωρεί ότι μπορεί να συνασπίσει δίπλα του τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, που ως επί το πλείστον βρίσκονται στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η πεποίθηση “μπάζει” από δύο μεριές: Αφενός, ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι ο Μητσοτάκης ελέγχει πλήρως το κόμμα του; Δεν υποστηρίζω ότι η πρόσφατη εντολή της βάσης είναι ασήμαντη, αλλά είναι αρκετή; Για να το πω με απλά λόγια: Ο μέσος δεξιός ψηφοφόρος της ΝΔ αισθάνεται τον Μητσοτάκη ως τον “δικό του” πρόεδρο; Πολύ αμφιβάλλω. Αφετέρου, μετά από 7 χρόνια μνημονίου, οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας έχουν συρρικνωθεί κατά πολύ. Το ισοζύγιο ψηφοφόρων μεταξύ ιδιωτικού τομέα/δημοσίου τομέα-συνταξιούχοι-άνεργοι είναι αρνητικό. Άρα η εκλογική πελατεία του στοχεύει ο Μητσοτάκης κοινωνικά είναι μειοψηφική, όσο κι αν κάνει σαματά στα social media.
Ο μεν Τσίπρας ποντάρει ότι έχει το λαϊκό έρεισμα να χειραγωγήσει μια κατάσταση ανωμαλίας, παραμένοντας πρωθυπουργός. Ο δε Μητσοτάκης θεωρεί ότι ως πρωθυπουργός μπορεί να την αποτρέψει. Αλλά ποιος εγγυάται ότι δεν θα τα καταφέρουν αμφότεροι; Συγκριτικά με τους δύο, ο Τσίπρας έχει έτοιμο αφήγημα: “Με έριξε η διαπλοκή, οι ξένοι πρότειναν πράγματα που δεν μπορούσα να σηκώσω, ο Μητσοτάκης θα απολύσει κόσμο από το δημόσιο και θα εφαρμόσει πειθήνια το μνημόνιο”. Ο Μητσοτάκης από την άλλη ποια πρόταση θα παρουσιάσει για να ψηφιστεί; Του υπεύθυνου και σοβαρού πολιτικού που θα εφαρμόσει το μνημόνιο, προωθώντας ταυτόχρονα και τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος;
Η αδυναμία και των δύο, απ’ όπου πηγάζει και ο δικός μου προβληματισμός κρύβεται στο “ξαναπαιγμένο έργο”. Ο Τσίπρας θεωρεί ότι με την ίδια ρητορική και μπορεί και την ίδια κοινωνική κατάσταση (“σκούπισμα” αποθεματικών των ταμείων, δημιουργία σκηνικού ρήξης με τους δανειστές)μπορεί να κρατήσει την εξουσία. Ο Μητσοτάκης θεωρεί ότι μ’ ένα επικοινωνιακό αμπαλάζ θα καταφέρει να πείσει τον κόσμο να ξαναψηφίσει ΝΔ και να ξαναγίνουν υπουργοί πάνω κάτω κι αυτοί που ήταν και επί κυβέρνησης Σαμαρά.
Όμως αμφότερες οι χίμαιρες ίσως δεν είναι φτιαγμένες για να πιάσουν. Η ίδια ρητορική και τα ίδια πρόσωπα δεν αποτελούν ικανές και αναγκαίες συνθήκες επανεκλογής ή ανάληψης της εξουσίας. Και σε καμία περίπτωση αυτές οι χίμαιρες δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα υπόγεια ρεύματα που κινούνται μυστικά στις παρυφές της κοινωνίας. Κι αν τα πράγματα καταστούν ανεξέλεγκτα (ενδεχόμενο απευκταίο και μακάρι εξίσου χιμαιρικό), αμφότεροι δεν θα μπορέσουν να τα συγκρατήσουν. Και επειδή η Αριστερά απέτυχε παταγωδώς στη δεδομένη ιστορική συγκυρία, το πολιτικό εκκρεμές αναγκαστικά θα καθίσει στον χώρο της δεξιάς, που κάτι μου λέει ότι δεν θα εκφράσει ο Μητσοτάκης..