Σοφία και σύνεση χρειάζεται η δημοκρατία.

Stefanos Parastatidis
epikairo blog
Published in
4 min readJun 27, 2016

Το 2013, μέσω του Ε. Στυλιανίδη, η κυβέρνηση Σαμαρά θέλησε να προχωρήσει στη θεσμική αλλαγή του τρόπου εκλογών στην Τοπική αυτοδιοίκηση, προτείνοντας το ενιαίο ψηφοδέλτιο (δηλαδή ξεχωριστό ψηφοδέλτιο για Δ.Σ. και ξεχωριστό για δημάρχους).

Η σημαντική αυτή μεταρρύθμιση είχε σαφές προοδευτικό πρόσημο, τo συγκριτικό πλεονέκτημα της αποκομματικοποίησης των δημοτικών εκλογών και της αποδυνάμωσης του συγκεντρωτικού ρόλου των δημάρχων· Παράλληλα, θα οδηγούσε στο σπάσιμο των μηχανισμών και τον εκδημοκρατισμό, την άρση ανισοτήτων μεταξύ των νυν και υποψήφιων δημάρχων και φυσικά την απευθείας ανάδειξη των άξιων με την απαιτούμενη κοινωνική αναφορά.

Το παράδοξο εκείνης της πρότασης ήταν ότι βρήκε αντίθετες όλες τις υποτιθέμενες προοδευτικές δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ). Μάλιστα, ο συγκυβερνήτης Βενιζέλος αντιτάχθηκε στη θεσμική αυτή αλλαγή δια μέσου του κου Κουκουλόπουλου και με μοχλό πίεσης την ΚΕΔΕ.

Δεν θα αναφερθώ στη χρησιμότητα της μεταρρύθμισης· άλλωστε την έχω αναλύσει >> Ανοιχτότητα και Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ώρα για αλλαγή #open_greece

Απευθύνομαι όμως προς τον αναγνώστη, και θέτοντας ως δεδομένο ότι η κυβέρνηση Σαμαρά κινήθηκε διαχρονικά επί της θητείας της πελατειακά και συμφεροντολογικά κομματικά, του ζητώ να αναρωτηθεί για το κίνητρο της ΝΔ να προβεί σε μία τέτοια μεταρρύθμιση (policy Vs politics).

H έξυπνη τακτική της ΝΔ βασιζόταν στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ισχυρός ως κόμμα και στον επικεφαλής αλλά είχε μεγάλη ένδεια σε άξια/δημοφιλή πολιτικά στελέχη, τόσο στην κεντρική πολιτική αλλά ακόμη περισσότερο στην Τ.Α.. Έτσι, η επιλογή του ενιαίου ψηφοδελτίου θα ήταν μία καλή αβάντα για τη ΝΔ αλλά και το ΠΑΣΟΚ (το οποίο δεν μπόρεσε να υπερβεί τη μηχανιστική του αντίληψη ακόμη και ενάντια στο συμφέρον του), καθότι είχαν άξια στελέχη που θα μπορούσαν να κερδίσουν στους δήμους και μάλιστα είχαν ήδη συγκριτικό πλεονέκτημα ως προς τα πρόσωπα στους μεγάλους δήμους & περιφέρειες (αυτός και ο λόγος που συζητήθηκαν οι κοινές υποψηφιότητες των Καμίνη-Μπουτάρη -εκεί αντέδρασε ο κομματικός μηχανισμός της ΝΔ και τελικά απορρίφθηκε).

Γιατί το αναφέρω ως παράδειγμα; Διότι πρόκειται για μία περίπτωση στην οποία η κυβέρνηση προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη δημοκρατία για ίδιον όφελος, με πιθανό τελικό αποτέλεσμα το αμοιβαίο όφελος, και για την κυβέρνηση αλλά και για την ίδια τη δημοκρατία.

Ας δούμε όμως και την περίπτωση που η εκμετάλλευση της δημοκρατίας με παρόμοιο τροπο έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα >>

Αφού, λοιπόν, το πρώτο σχέδιο της ΝΔ απέτυχε, συνεννοήθηκε με το ΠΑΣΟΚ και προχώρησαν στο plan B, χρησιμοποιώντας την ίδια ακριβώς συλλογιστική, δηλαδή την υπεροπλία τους σε πολιτικά στελέχη. Έτσι, αποφάσισαν να ενισχύσουν με δημοκρατικό τρόπο τη διαδικασία εκλογής των ευρωβουλευτών από τη βάση (μέχρι το 2014 γινόταν με απευθείας κομματικό διορισμό) και επιπρόσθετα προχώρησαν παράτυπα σε κοινή ημερομηνία των ευρωεκλογών με τις αυτοδιοικητικές, όχι όμως την 1η Κυριακή όπως ορίζει ο Καλλικράτης αλλά την 2η, ούτως ώστε να αξιοποιήσουν και τους δημοτικούς μηχανισμούς και να εισπράξουν τον μέγιστο αριθμό ψήφων στις ευρωεκλογές.
(είναι πολυπαραγοντική η αξιοποίηση των δημοτικών μηχανισμών και θα χρειαστεί ανάλυση σε ξεχωριστό ποστ. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η πιθανή πρόκριση των υποψηφίων των 2 ισχυρών κομμάτων εξουσίας στην 2η Κυριακή, θα κινητοποιούσε κόσμο στην κάλπη που παράλληλα θα ψήφιζε τα κόμματά τους, εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποίο δεν υπολόγιζαν 2η Κυριακή σε πολλές περιφέρειες, όπως πχ στον δήμο των Αθηνών όπου δεν τους βγήκε με Σακελλαρίδης ).

Αν αναλύσει κανείς την πρόταση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ επί της αρχής, θα την εκλάβει ως μία νίκη της δημοκρατίας και τη δυνατότητα του πολίτη να αποφασίζει έναντι των κομματικά διορισμένων ευρωβουλευτών.

Ας δούμε όμως και το τελικό αποτέλεσμα: Ως ευρωβουλευτές επιλέχθηκαν οι πλέον δημοφιλείς, με τα κόμματα να απευθύνουν προτάσεις σε ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές και ούτω καθεξής, που, ουδεμία σχέση είχαν με το γνωστικό αντικείμενο. Έτσι, η Ελλάδα διαθέτει για μία ολόκληρη πενταετία ένα έμψυχο πολιτικό δυναμικό που περισσότερο ενδιαφέρεται να μάθει πώς λειτουργεί η Ε.Ε. (για να μην πω κάτι χειρότερο) παρά να συμμετέχει ενεργά και να διεκδικήσει τα έστω απαραίτητα για τη χώρα.

Συνοψίζοντας, η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τη δημοκρατία για ίδιον όφελος, με αποτέλεσμα η ίδια να ευνοηθεί και η δημοκρατία να πληγεί για τις επιλογές της.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να δώσουμε το απαιτούμενο βάθος στη δημοκρατία μας; Προφανώς όχι. Θα πρέπει όμως να το κάνουμε με το σωστό -και σίγουρα όχι βίαιο- τρόπο, χρησιμοποιώντας μεταβατικές μεθόδους που δεν θα στιγματίσουν αρνητικά μία δημοκρατική διαδικασία ή ένα δημοκρατικό εργαλείο και θα φέρουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τη δημοκρατία. Θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να προστατέψουμε τη δημοκρατία μας, χρησιμοποιώντας τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες που δεν θα της επιτρέψουν να τραυματιστεί.

Φέρνω ακόμη ένα παράδειγμα: Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε την απόφαση του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και την εφάρμοζε ως μία δημοκρατική απαίτηση του λαού, το αποτέλεσμα για τη χώρα θα ήταν τραγικό. Παράλληλα όμως, το ίδιο αρνητική θα ήταν και η άποψη των Ελλήνων για τα δημοψηφίσματα, τουλάχιστον για τα επόμενα πάρα πολλά χρόνια. Άρα, θα αχρηστεύαμε ένα δημοκρατικό εργαλείο με μία λάθος χρήση (αν κανείς γυρίσει πίσω και σκεφτεί το δημοψήφισμα ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα θα βρει, πλην των δημοκρατικών επιφάσεων, ίχνη ή ψήγματα δημοκρατίας επί της διαδικασίας).

Η δημοκρατία, λοιπόν, δεν κινδυνεύει μονάχα από τους εχθρούς της. Κινδυνεύει επίσης και από τους παθιασμένους εραστές της. Όσο για μας, δεν αρκεί να υπηρετούμε τη δημοκρατία αλλά και να τη φρουρούμε από αποφάσεις που μπορεί να την πλήξουν άμεσα, ενώ θα μπορούσαν να της αποφέρουν οφέλη με το σωστό στρατηγικό σχεδιασμό διεκδίκησης των αιτημάτων.

Y.Γ.: Ένα κείμενο με το οποίο συμφωνώ επί της αρχής στο θέμα των δημοψηφισμάτων είναι το παρακάτω του Αθανάσιου Τσιούρα:

--

--