Τι πρέπει να γίνει με την Ελλάδα;

Marinos Kostantinos
epikairo blog
Published in
7 min readDec 24, 2016

Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς, ευρισκόμενοι στο μέσο περίπου του 15νθήμερου των εορτών. Ήδη από την παραμονή των Χριστουγέννων, ο Πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ ανακοίνωσε στο λογαριασμό του στο twitter ότι ο ESM “ξεπαγώνει” τη συζήτηση για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τα οποία είχαν παγώσει εξαιτίας της μονομερούς ενέργειας της κυβέρνησης Τσίπρα να δώσει το εφάπαξ επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους και την αναστολή του ΦΠΑ στα νησιά που αντιμετωπίζουν έντονες προσφυγικές ροές.

Βέβαια τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος δεν βγήκαν από μόνα τους από το ψυγείο. Όπως τουήταρε και ο ίδιος ο Ντάισελμπλουμ, έλαβε μια επιστολή συμμόρφωσης εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, την περίφημη “επιστολή Τσακαλώτου” η οποία έκανε το mail Χαρδούβελη να μοιάζει ως μια light ανάμνηση.

Στα tweets Ντάισελμπλουμ βγήκε αμέσως η ελληνική κυβέρνηση, εμφανίζοντας εαυτόν “δικαιωμένη” για τις εξελίξεις, διατυμπανίζοντας επί της ουσίας ότι ο Ντάισελμπλουμ (που κατ’ εκείνη θεωρείται τσιράκι του Σόιμπλε) δικαιολόγησε τις παροχές που η ίδια έκανε (βλ. την αντίδραση εδώ). Βέβαια αυτή η ανακοίνωση μοιάζει περισσότερο με ανάσα ανακούφισης, με το Μαξίμου να βλέπει τη στραβοτιμονιά που πήγε να τινάξει τη 2η αξιολόγηση στον αέρα να μην κοστίζει (για την ώρα πάντα) τίποτα, ποντάροντας βέβαια και στη συμμόρφωση που επέδειξε στην επιστολή Τσακαλώτου.

Πολλά μπορούν να γραφούν (και θα γραφτούν) για τις προθέσεις και τη στάση του Σόιμπλε, του ΔΝΤ, των ευρωπαίων, αλλά προτού φύγει το 2016, καλό θα ήταν ο καθένας από εμάς να απλοποιήσει τα πράγματα στο μυαλό του και να συνοψίσει τους δρόμους που έχει να ακολουθήσει η Ελλάδα στους εξής τρεις:

Πρώτος δρόμος, αυτός που διακηρύσσει ο Τσίπρας: Δηλαδή με απλά λόγια εκλογές τον Σεπτέμβρη του 2019. Αυτό το σενάριο δεν προϋποθέτει μόνο ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά και του παρόντος προγράμματος το 2018, με την μαξιμαλιστική πεποίθηση ότι αυτή η κυβέρνηση θα μας βγάλει από το τρίτο μνημόνιο, χωρίς να αναγκαστεί να φέρει και τέταρτο (αν έχει κανείς τη διάθεση να το δώσει από την πλευρά των δανειστών). Και δίπλα σ’ αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η Ελλάδα θα περάσει αλώβητη τη τρικυμία που συμβαίνει στην αυλή της (προσφυγικό, κυπριακό με τις προεκτάσεις και αναμείξεις που μπορούν να έχουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις) και θα βγει στις αγορές το 2017, χρονιά που αναγνωρίζεται ως ορόσημο για την πορεία των ελληνικών πραγμάτων.

Δεύτερος δρόμος, αυτόν που θέλει η υπόλοιπη ευρωπαϊκή αντιπολίτευση και όχι ο Μητσοτάκης: Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παραίτηση αυτής της κυβέρνησης ή αυτού του πρωθυπουργού και σχηματισμό μιας κυβέρνησης οικουμενικής συναντίληψης με τη συμμετοχή όλων των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων υπό την πρωθυπουργία ενός προσώπου κοινής αποδοχής. Αυτό το σενάριο έπρεπε να είχε προκριθεί ήδη από την υπογραφή του τρίτου μνημονίου τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2015 ή ακόμη και μετά από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, επιλογή που ο Τσίπρας απέρριψε δις, επιλέγοντας να συγκυβερνήσει αταλάντευτα με τον πιστό του συνέταιρο Πάνο Καμμένο. Αυτή η επιλογή με βάση τους τρεις δρόμους που εκτίθενται φαντάζει η πλέον ιδανική, μολονότι λέγεται προκειμένου να διαχωρίσει η ελάσσονα αντιπολίτευση τη θέση της από την μείζονα. Αλλά την παρούσα στιγμή φαντάζει αδύνατη για δύο λόγους: Αφενός, ο Τσίπρας είναι δεδομένο ότι δεν θέλει να μοιραστεί την εξουσία του με κανέναν άλλο και αφετέρου επειδή υπερβαίνει (ερμηνευτικά πάντα) τη λαϊκή εντολή των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015, που σε απλά ελληνικά ήταν “Αλέξη, εφάρμοσε το μνημόνιο που έφερες, επειδή δεν θέλουμε τα παλαιά κόμματα που μας έφεραν μέχρις εδώ”. Χώρια που μια τέτοιου είδους κυβέρνηση θα είχε βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα (επί παραδείγματι τη διαχείριση μιας δυσμενούς για τη χώρα εξέλιξης), συνυπολογίζοντας ότι στην Ελλάδα η έννοια της εμπιστοσύνης είτε κερδίζεται, είτε χάνεται από τους δύο κύριους παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού. Επιλογές ενδιάμεσες και μεταβατικές δεν προκρίνονται στην πολιτική μας κουλτούρα, λόγω της ατελούς θεσμικότητας την διέπει.

Τρίτος δρόμος, η προσφυγή στις κάλπες, όπως ζητά ο Μητσοτάκης: Επ’ αυτής της στρατηγικής μπορεί κανείς να προβεί σε δύο παρατηρήσεις, αφού κάνει την παραδοχή ότι το αίτημα εκλογών συνιστά ένα καθιερωμένο πολιτικό τρικ της εκάστοτε αντιπολίτευσης, προκειμένου να ανεβάσει την πολιτική πίεση προς την κυβέρνηση και να συσπειρώσει το ακροατήριο και τα στελέχη της: Ο πρώτος προβληματισμός έγκειται στα ιστορικά πεπραγμένα της ίδιας της ΝΔ. Το μόνο βέβαιο και προκαθορισμένο στα ελληνικά πράγματα είναι το πότε λήγει το τρίτο μνημόνιο Τσίπρα. Αυτό δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. Έχει επαναληφθεί με το δεύτερο, που όλοι γνώριζαν ότι λήγει τον Δεκέμβριο του 2014 και δη ο Αντώνης Σαμαράς, όταν ορκιζόταν πρωθυπουργός τον Ιούνιο του 2012. Τότε, η συγκυβέρνηση Σαμαρά (με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και μετά ΠΑΣΟΚ) είχε στη διάθεσή της 2,5 χρόνια για να βγάλει τη χώρα από το δεύτερο μνημόνιο που είχε ψηφιστεί από τη Βουλή τον Φεβρουάριο του 2012. Τα κατάφερε; Όχι, ασχέτως το τι μπορεί να πει κανείς για το δεύτερο εξάμηνο του 2014 μετά τις ευρωεκλογές, την μη εκλογή ΠτΔ και το μη κλείσιμο της 5ης αξιολόγησης, που πιθανό να οδηγούσε στη πιστοληπτική γραμμή στήριξης, άρα με βάση την κοινή πεποίθηση σε κάποιου είδους μνημόνιο.

Και το ερώτημα που ανακύπτει εύλογα είναι: Κάτι που δεν κατάφερε η ΝΔ σε 2,5 χρόνια και με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα το καταφέρει μέσα το πολύ σε 1,5 χρόνο μια κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη; Ακόμα κι αν ο Τσίπρας ικανοποιήσει το αίτημα Μητσοτάκη για εκλογές (στην καλύτερη το α’ εξάμηνο του 2017), η ΝΔ θα δώσει μια μάχη με τον χρόνο. Και φανταστείτε επί κυβέρνησης Μητσοτάκη η Ελλάδα να μην καταφέρει να κάνει μια πετυχημένη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές. Το πολιτικό της κεφάλαιο θα αρχίζει να σώνεται πολύ γρήγορα, για μια κυβέρνηση που θα έχει ελάχιστη περίοδο “ανοχής” από την κοινωνία.

Με άλλα λόγια, η ΝΔ πρέπει να βγει και να δεσμευθεί ότι θα βγάλει τη χώρα οπωσδήποτε από το μνημόνιο και όχι μόνο αυτό, αλλά και να αποτρέψει την έλευση ενός τέταρτου. Μπορεί να το εγγυηθεί αυτό; Σίγουρα όχι κι αυτό είναι το ανησυχητικό με τη ΝΔ του Μητσοτάκη, που ποντάρει επικοινωνιακά μόνο στο “αντι-ΣΥΡΙΖΑ” και πολιτικά στην καλλιέργεια της αξιοπιστίας Μητσοτάκη, που αμέσως υποτίθεται ότι θα εκπέμψει μήνυμα της Ελλάδας προς τα έξω ότι θέλει να τη μεταρρυθμίσει.

Ο δεύτερος προβληματισμός έχει να κάνει με την πρόσφατη ιστορία. Τον προσεχή Μάιο η Ελλάδα κλείνει 7 χρόνια σε καθεστώς μνημονίων και αισίως με το που κλείσει και το τρίτο μνημόνιο 8. Για να το πούμε αλλιώς: Η Ελλάδα θα είναι εκτός αγορών 8 χρόνια κι αν τελικά δεν τα καταφέρουμε και μας βοηθήσουν οι εταίροι-δανειστές μ’ ένα τέταρτο (!) δάνειο και μνημόνιο αισίως θα κλείσει τη δεκαετία. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τα μνημόνια έπαυαν να ισχύουν στην Ελλάδα από 1/1/2017 και σε καθεστώς δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής ομαλότητας, μπορεί κανείς να βάλει το χέρι του στη φωτιά ότι θα έβρισκε να δανειστεί από τις αγορές μόνη της και με επιτόκιο κοντά σ’ αυτό που δανείζεται σήμερα; Και επιπλέον, ακόμα κι αν κατάφερνε να ικανοποιήσει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες την πρώτη χρονιά, θα μπορούσε να το κάνει απρόσκοπτα και τις επόμενες, δεδομένου της μακράς της απουσίας από τις αγορές και της εδραιωμένης πεποίθησης ότι πρόκειται για ένα “αποτυχημένο κράτος”;

Τηρουμένων των τωρινών αναλογιών, απίθανο, αν όχι αδύνατο, γιατί η Ελλάδα δεν αξιοποίησε ειδικά από το 2011 και μετά τον χρόνο που έδιναν τα μνημόνια και όχι απαραίτητα οι όροι τους. Η Ευρώπη και το ΔΝΤ μας δανειοδότησαν μέσω των μνημονίων, ώστε να μας δώσουν τον απαραίτητο χρόνο να αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας, καταφέρνοντας επιτέλους να σταθούμε επαρκώς στον παγκόσμιο ανταγωνισμό προϊόντων και υπηρεσιών. Ωστόσο εμείς επιλέξαμε να αναλωθούμε στη μάχη μνημόνιο-αντιμνημόνιο και να αναγάγουμε την εξαίρεση σε κανόνα. Και τώρα βρισκόμαστε πάλι στο σημείο μηδέν, χωρίς ταυτότητα, χωρίς προοπτική και δανεισμένοι με τα μεγαλύτερα δάνεια της ιστορίας και με το μεγαλύτερο κούρεμα χρέους της ιστορίας, ομφαλοσκοπώντας για το ποιος είναι με τον Σόιμπλε και ποιος με την κοινωνία.

Η Ελλάδα δεν άλλαξε όπως έπρεπε, γιατί επέλεξε να περιορίσει την πολιτική διαμάχη στο μνημόνιο, εγκλωβιζόμενη σε μια αντιπαράθεση που έπρεπε να την υπερβεί από το πρώτο εξάμηνο. Επιλέξαμε εμείς, αλλά και οι ευρωπαίοι σε μεγάλο βαθμό να σύρουμε τη χώρα σε μια αέναη διαπραγμάτευση και αξιολόγηση και όχι να την βάλουμε οριστικά στις ράγες της προόδου και της ευημερίας. Και τώρα έχουμε βρεθεί μόνη μας μέσα στη δίνη τακτικισμών και ελιγμών των εμπλεκόμενων μερών, πότε κατηγορώντας και πότε επαινόντας τον ξένο παράγοντα, ανάλογα με το πώς μας εξυπηρετεί. Ορίσαμε διαιτητές της δικής μας μοίρας τον Μοσκοβισί, τον Σούλτς, τον Ντάισελμπλουμ, τον Σόιμπλε και τον Ρέγκλινγκ, χωρίς να μπούμε στη διαδικασία να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι για να μην χρειαστούμε ποτέ ξανά την προσφυγή στον αναγκαστικό δανεισμό.

Εν είδει επιλόγου και επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα “τι πρέπει να γίνει με την Ελλάδα;” νομίζω η απάντηση εμπερικλύει το αίσθημα του επείγοντος: Πρέπει όλοι να υποδυθούμε ότι τέταρτο μνημόνιο δεν θα υπάρξει, ακόμη κι αν υπάρχει στα σκαριά ή στα συρτάρια των ισχυρών. Σύσσωμο το πολιτικό σύστημα πρέπει να αποδεχθεί ότι η Ελλάδα πρέπει να ξεμπερδεύει με το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018. Μέχρι τότε, πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στον Τσίπρα να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση.

Αν δεν καταφέρει να το κάνει, δεν πρέπει να ξαναγίνει το λάθος του 2012, όταν ο Σαμαράς εκβίασε μια ολόκληρη χώρα για να γίνει πρωθυπουργός. Αντίθετα, μπορεί να προκύψει μια κυβέρνηση ευρείας αποδοχής με άλλο πρωθυπουργό, με ρητή δέσμευση των πολιτικών κομμάτων για διεξαγωγή εκλογών στη λήξη του τρίτου μνημονίου, τον Σεπτέμβριο του 2018, με παράλληλη εκκίνηση μιας ουσιαστικής συνταγματικής αναθεώρησης και ψήφισης ενός νέου φιλόδοξου εκλογικού νόμου.

--

--

Marinos Kostantinos
epikairo blog

Trying to be reasonable and ideologist, tweeting about politics and more, devoted to @pao_bc and @fcpao