Yiannis Banakos
Just A Photo
Published in
46 min readOct 3, 2014

--

Nikon D3200 Start Kit

Έφτιαξα αυτό το εγχειρίδιο για αρχάριους φωτογράφους, όπως είμαι και εγώ.

DSLR — βασικά χαρακτηριστικά, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα

DSLR σημαίνει, με απλά λόγια, “ψηφιακή μηχανή με σκόπευση μέσω του φωτογραφικού φακού και καθρέφτη”. Εκεί λοιπόν που διαφέρουν από τις ψηφιακές κόμπακτ (αφού και σε εκείνες η εικόνα που βλέπουμε κατά τη σκόπευση έρχεται από το φακό) είναι πως το σύστημα σκόπευσης είναι καθαρά οπτικό και μοιάζει στη λειτουργία του με το περισκόπιο. Βασίζεται στη χρήση ενός καθρέφτη, υπό γωνία 45 μοιρών συνήθως, και ενός πρίσματος που αντιστρέφει το είδωλο κατακόρυφα και οριζόντια ώστε να το βλέπουμε κανονικά. Mηχανές SLR με φιλμ υπάρχουν εδώ και δεκαετίες.

Με το πάτημα του κουμπιού για τη λήψη της φωτογραφίας, ο καθρέπτης μαζεύει στο πάνω μέρος του σώματος της μηχανής, αφήνοντας το φως να περάσει προς την φωτοευαίσθητη επιφάνεια (δηλ. τον ψηφιακό αισθητήρα ccd ή cmos). Λογικό λοιπόν είναι ότι, κατά τη διάρκεια της έκθεσης, το είδωλο χάνεται από το σκόπευτρο.

Αρκετές ειδικές λειτουργίες των SLR, όπως προθέαση πεδίου, κράτημα καθρέφτη κλπ, υπάρχουν και στις DSLR.

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ DSLR ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΚΟΜΠΑΚΤ

Θεωρητικά, το ουσιαστικό πλεονέκτημα των DSLR είναι ότι μπορείς να βλέπεις το θέμα σου όπως ακριβώς θα αποτυπωθεί στο film ή στην κάρτα μνήμης. Αλλά και στις ψηφιακές κόμπακτ το έχουμε αυτό, μόνο που επιτυγχάνεται ηλεκτρονικά μέσω της συνεχούς σύνδεσης του αισθητήρα με την οθόνη LCD. Γι αυτό το λόγο, οι DSLR έχουν ορισμένα πολύ σοβαρά πλεονεκτήματα έναντι των κόμπακτ:

  • έχουν σημαντικά πιο γρήγορο χρόνο απόκρισης από το πάτημα του κουμπιού μέχρι το τέλος της φωτογράφισης (“shutter lag”)
  • η εστίαση υπό συνθήκες χαμηλού φωτισμού είναι πολύ πιο εύκολη
  • σε αντίθεση με τις κόμπακτ όπου πρέπει να κρατάμε τη μηχανή μακριά από το πρόσωπο για να σκοπεύσουμε, το κράτημα των DSLR είναι πιο σταθερό γιατί ακουμπάμε τη μηχανή στο πρόσωπο. Αποτέλεσμα είναι λιγότερες “κουνημένες” φωτογραφίες.
  • επειδή η οθόνη και ο αισθητήρας δε χρειάζεται να λειτουργούν κατά τη σκόπευση, η κατανάλωση μπαταρίας είναι αισθητά μικρότερη
  • Ειναι εφικτή η ακριβής χειροκίνητη εστίαση, σε αντίθεση με τις κόμπακτ όπου η χαμηλή ανάλυση της οθόνης δεν το επιτρέπει
  • Το οπτικό σκόπευτρο απομονώνει το φωτογράφο από τον περίγυρο (αυτό το πλεονέκτημα το έχουν και οι κόμπακτ με ηλεκτρονικό σκόπευτρο)

Υπάρχουν και άλλα πλεονεκτήματα των DSLR τα οποία δεν έχουν σχέση με το μηχανισμό σκόπευσης :

  • Πολύ καλύτερη ποιότητα εικόνας σε χαμηλό φωτισμό (λιγότερος θόρυβος, καλύτερη οξύτητα) από τις κόμπακτ. Οφείλεται στο ότι, για διάφορους άλλους λόγους, οι DSLR χρησιμοποιούν μεγαλύτερους αισθητήρες (για τον ίδιο αριθμό megapixel) από αυτούς των κόμπακτ. Δυστυχώς όμως, για τον ίδιο λόγο, τα σώματα και οι φακοί είναι ογκωδέστερα / βαρύτερα.
  • Σχεδόν ανύπαρκτο “purple fringing”, δηλαδή εκείνες οι (συνήθως μωβ) αλλοιώσεις στα περιγράμματα σκούρων αντικειμένων σε φωτεινό υπόβαθρο (δεν πρέπει να συγχέεται με τις τυπικές χρωματικές αποκλίσεις των φακών).
  • Στις περισσότερες DSLR υπάρχουν, λόγω αυξημένου διαθέσιμου χώρου, πολλά κουμπιά άμεσης πρόσβασης λειτουργιών για να μη καταφεύγουμε συχνά στα δύσχρηστα “μενού”.
  • Μεγάλη ποικιλία εναλλάξιμων ποιοτικών φακών, για κάθε είδους χρήση

ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ DSLR

Αναπόφευκτα, η ύπαρξη του οπτικού μηχανισμού σκόπευσης μέσα από το φακό, ο ο μεγαλύτερος αισθητήρας και ο ογκωδέστερος φακός προσθέτουν στο συνολικό σύστημα σημαντικό όγκο, βάρος και κόστος. Αυτοί είναι οι σπουδαιότεροι λόγοι που οι DSLR δεν προτιμώνται από όσους που θέλουν μια απλή και βολική μηχανή που να μεταφέρεται εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σημαντική μερίδα αγοραστών που τις προτιμούν για τη γρήγορη απόκρισή τους σε αποτυπώσεις οικογενειακών στιγμών ή αθλοπαιδιών χωρίς φλας.

Επιπλέον, με τις DSLR πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι :

  • δεν υπάρχει δυνατότητα βίντεο
  • δεν μπορεί να γίνει σκόπευση μέσω οθόνης (live view), επομένως δεν έχουμε κάποια επιβεβαίωση για την έκθεση και τα χρώματα πριν τραβηχτεί η φωτογραφία ούτε δυνατότητα σκόπευσης υπό δύσκολες γωνίες (δεν θα είχε νόημα η “σπαστή” οθόνη που βλέπουμε σε ορισμένες ψηφιακές κόμπακτ).
  • η φωτογράφιση μικρών αντικειμένων από πολύ κοντά δεν είναι τόσο εύκολη όσο στις κόμπακτ
  • το βάθος πεδίου είναι πολύ ρηχό στα ανοιχτά διαφράγματα. Αυτό δεν είναι μειονέκτημα αλλά σοβαρό πλεονέκτημα που μας δίνει εξαιρετικές δημιουργικές δυνατότητες (π.χ. στα πορτρέτα). Ομως, μπορεί να προβληματίσει τον χρήστη μιας κόμπακτ καθώς απαιτεί μεγάλη ακρίβεια από το σύστημα αυτόματης εστίασης και εμπειρία ώστε να μην έχουμε φωτογραφίες όπου π.χ. τα αυτιά κάποιου είναι εστιασμένα και η μύτη του θολή. Στις κόμπακτ δεν υπάρχει αυτό το πρόβλημα γιατί το βάθος πεδίου είναι πάντοτε μεγάλο.

Υπάρχουν DSLR που προσπαθούν να παρακάμψουν την έλλειψη σκόπευσης μέσω οθόνης αλλά τα προσφερόμενα συστήματα έχουν προς το παρόν (Απρίλης 2007) πολλές ατέλειες. Παρ’ όλα αυτά, τα πλεονεκτήματα των DSLR είναι τόσα που οι παραπάνω ελλείψεις και ιδιαιτερότητες δεν πρέπει να είναι ανασταλτικός παράγοντας για την απόκτηση μιας DSLR που προορίζεται για δημιουργική φωτογραφική χρήση.

Ενα άλλο μειονέκτημα (ή πλεονέκτημα, εξαρτάται πως θα το δει κανείς), ειδικά των ακριβότερων μοντέλων, είναι πως οι εργοστασιακές ρυθμίσεις των DSLR είναι τέτοιες ώστε η τελική φωτογραφία να είναι πιο ουδέτερη και πιο δεκτική σε εκ των υστέρων επεξεργασία. Δηλαδή οι φωτογραφίες από DSLR συχνά δεν εχουν τα πολύ χτυπητά χρώματα, το έντονο κοντραστ και την οξύτητα που δίνουν οι κόμπακτ. Αυτό μπορεί να τροποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό μέσω των ρυθμίσεων της μηχανής, ωστόσο οι χρήστες που δεν γνωρίζουν πως να το κάνουν μπορεί να απογοητευτούν από το οπτικό αποτέλεσμα.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ DSLR

Οι κατηγορίες “σωμάτων” dslr (εννοούμε τη μηχανή καθ’ εαυτή χωρίς φακό) είναι οι εξής, με ένα κάπως αυθαίρετο διαχωρισμό :

1. Ερασιτεχνικές “εισαγωγικές” (entry level). Στο κατώτατο άκρο τιμών (400–600 ευρώ για σκέτο σώμα, Απρίλιος 2007), αντιπροσωπεύουν μια άριστη επιλογή όχι μόνο για έναν νεοεισερχόμενο στο χώρο αλλά και για έμπειρους ερασιτέχνες. Οι κατασκευαστές, για να τις διαφοροποιήσουν από τις υπόλοιπες, τις εφοδιάζουν συνήθως με λιγότερα κουμπιά, απενεργοποιούν ορισμένες δυνατότητες του ενσωματωμένου λογισμικού τους και, συχνα, αφαιρούν το 2o LCD.

2. Μεσαίες ερασιτεχνικές

  1. Ημιεπαγγελματικές και επαγγελματικές. Το σώμα είναι πάντα μεταλλικό (ελαφρύ κράμα), η ταχύτητα απόκρισης μεγαλύτερη, υπάρχουν πολλά κουμπιά και δυνατότητες συνεργασίας με ειδικά περιφερειακά (ασύρματα φλας κλπ) κ.α. Εδώ υπάρχει και μια υποκατηγορία με μέγεθος αισθητήρα ακριβώς ίσο με αυτό του φιλμ 35mm (οι λεγόμενες Full-Frame DSLR).

ΦΑΚΟΙ

Οι εναλλάξιμοι φακοί δεν είναι, θεωρητικά, προνόμιο των (D)SLR μόνο αλλά, πρακτικά, περιορίζονται σ’ αυτές τις μηχανές. Οταν λοιπόν αγοράζει κανείς μια DSLR, έχει δύο επιλογές.

1) Παίρνει “σκέτο σώμα” και κάποιο φακό της αρεσκείας του από οποιοδήποτε κατασκευαστή που να ταιριαζει στη μηχανή αυτή.

2) Παίρνει “κιτ” δηλαδή το σώμα και 1–2 φακούς που το συνοδεύουν εν είδει “προσφοράς” από τον κατασκευαστή. Συνήθως οι φακοί αυτοί είναι χαμηλής κατασκευαστικής ποιότητας αλλά το γεγονός της πολύ χαμηλής τιμής τους κάνει κατάλληλους για το ξεκίνημα και μέχρι να κατασταλάξουν τα ενδιαφέροντα του αγοραστή.

Η επιλογή είναι συνάρτηση των αναγκών, της εμπειρίας του αγοραστή και του ποσού που είναι διατεθειμένος να ξοδέψει. Η διαθέσιμη ποικιλία φακών δεν είναι η ίδια σε όλους τους κατασκευαστές και αυτό είναι κάτι που ενδεχομένως πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του ο αγοραστής στην επιλογή του συστήματος (κατασκευαστή σώματος, μάρκας δηλαδή) καθώς γενικά οι φακοί για ένα σύστημα δεν δουλεύουν στα υπόλοιπα.

Οι περισσότερες σύγχρονες ψηφιακές compact παρέχουν δυνατότητα ορισμού προεπιλεγμένων ρυθμίσεων κατάλληλων για λήψεις υπό συγκεκριμένες συνθήκες ή θέματα με την συγκεκριμένη μηχανή. Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις αναφέρονται συχνά σαν “προγράμματα” / Programs ή συχνότερα σαν προεπιλογές “Σκηνής” / Scene Modes.

Ο αριθμός των επιλογών Σκηνής και οι διαφοροποιήσεις τους ποικίλουν από εταιρία σε εταιρία, αλλά και από μοντέλο σε μοντέλο της ίδιας εταιρίας. Οι συνηθέστερες επιλογές είναι οι: Portrait(πορτρέτο) , Night Portrait (νυχτερινό πορτρέτο) , Beach (παραλία) ή/και Snow (χιόνι),Landscape (τοπίο), Party , Fireworks (πυροτεχνήματα) κ.α.

Ενώ οι παραπάνω προεπιλογές είναι χρήσιμες για τον αρχάριο ή τον φωτογράφο που θέλει ένα γενικά αποδεκτό αποτέλεσμα σε θεματολογία στην οποία δεν έχει εμπειρία ή ακόμα και στον νέο χρήστη μίας φωτογραφικής μηχανής της οποίας τα χειριστήρια ελέγχου δεν έχει συνηθίσει, δεν είναι σε καμία περίπτωση απαραίτητες για την φωτογράφηση υπό τις συνθήκες στις οποίες απευθύνονται. Είναι σαφώς προτιμότερο ο φωτογράφος να κατανοήσει την φύση των συνθηκών που επικρατούν υπό τις συνηθισμένες αυτές περιπτώσεις και των περιορισμών που αυτές επιβάλλουν, ώστε να είναι έτοιμος να ρυθμίσει χειροκίνητα την μηχανή του κατάλληλα, παρακάμπτοντας τους γενικευμένους αυτοματισμούς.

Φυσικά για να γίνει το παραπάνω επιβάλλεται να έχουμε μία μηχανή με στοιχειώδεις επιλογές χειροκίνητων ρυθμίσεων επί της έκθεσης και της χρωματικής ισορροπίας της κάθε φωτογραφίας, όπως είναι η δυνατότητα χειροκίνητης εξισορρόπησης της έκθεσης (γνωστή σαν Exposure Compensation), χειροκίνητης επιλογής της θερμοκρασίας ισορροπίας του λευκού χρώματος (WB — White Balance), επιλογή του τρόπου λειτουργίας του Flash και ιδανικά εξισορρόπηση της ισχύος του (FEC – Flash Exposure Compensation)αλλά και επιλογή αργού συγχρονισμού του με το κλείστρο.

Οι περισσότερες μηχανές που σου δίνουν προχωρημένες δυνατότητες ελέγχου της έκθεσης, όπως είναι όλες οι “μεσαίας κατηγορίας” Compact, οι προχωρημένες “Prosumer” Compact αλλά και όλες οι D-SLR προσφέρουν γενικής χρήσης προγράμματα έκθεσης:

Auto = Πλήρως Αυτόματο Πρόγραμμα: Σε αυτό όλες οι παράμετροι της έκθεσης αλλά και της εστίασης, της εξισορρόπησης λευκού και του Flash ορίζονται αυτόματα από τη μηχανή.

P = Program – Πρόγραμμα αυτόματης λήψης: Η λειτουργία του είναι πανομοιότυπη με αυτή του Πλήρως Αυτόματου Προγράμματος σε ότι αφορά την έκθεση, αλλά σου δίνεται η επιλογή ρύθμισης των παραμέτρων της εστίασης, της διόρθωσης στην έκθεση, της ισορροπίας λευκού, της ευαισθησίας ISO του αισθητήρα και του τρόπου λειτουργίας του Flash – ανάλογα πάντα με την μηχανή.

Α* = Aperture Priority – Προτεραιότητα Διαφράγματος: Ο χρήστης έχει την δυνατότητα να ορίσει το επιθυμητό διάφραγμα και η μηχανή υπολογίζει αυτόματα τον απαιτούμενο για το άνοιγμα αυτό του φακού χρόνο έκθεσης με βάση τις φωτιστικές συνθήκες, την επιλεγμένη ευαισθησία ISO και την χρήση ή όχι του Flash. Οι διαθέσιμες επιλογές είναι κατά τα άλλα ίδιες με αυτές του P — Προγράμματος αυτόματης λήψης.

(* Η Canon το αναφέρει σαν Av – Aperture Value)

S* = Speed Priority – Προτεραιότητα Ταχύτητας: Ο χρήστης έχει την δυνατότητα να ορίσει την επιθυμητή ταχύτητα και η μηχανή υπολογίζει αυτόματα το απαιτούμενο για το χρόνο έκθεσης αυτό διάφραγμα με βάση τις φωτιστικές συνθήκες, την επιλεγμένη ευαισθησία ISO και την χρήση ή όχι του Flash. Οι διαθέσιμες επιλογές είναι κατά τα άλλα ίδιες με αυτές του P — Προγράμματος αυτόματης λήψης.

(* Η Canon το αναφέρει σαν Tv – Time Value)

M = Manual – Πλήρως Χειροκίνητο Πρόγραμμα: Ο χρήστης ορίζει τόσο το διάφραγμα όσο και τον χρόνο έκθεσης για κάθε λήψη με βάση την εκτίμησή του, αλλά και τα στοιχεία που του δίνει το φωτόμετρο. Οι διαθέσιμες επιλογές είναι κατά τα άλλα ίδιες με αυτές του P — Προγράμματος αυτόματης λήψης.

Τα Scene Modes είναι σχεδόν όλα παρόμοιας συμπεριφοράς με το P, απλά σου ρυθμίζουν το Flash,αλλάζουν τον τρόπο λήψης από Single Shot σε Burst Shot ή τον τρόπο εστίασης κτλ.

Προφανώς δεν χρειάζεται και πολύ προσπάθεια να καταλάβουμε πότε και γιατί χρειάζεσαι Flash σε ένα νυχτερινό πορτρέτο, ή ποιες είναι η πιθανότητες να πετύχεις γρήγορα κινούμενα θέματα με ένα μόνο καρέ και όχι με συνεχόμενη λήψη. Με λίγο πειραματισμό θα το βρεις, και σε αυτό βέβαια πολύτιμος σύμμαχος είναι η ψηφιακή τεχνολογία!

Συνοψίζοντας όμως στις βασικές επιλογές “Σκηνών” που δίνουν οι περισσότερες ψηφιακές θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις αρχές λειτουργίας τους και πώς θα μπορούσαμε να προσαρμόσουμε την μηχανή μας σε αυτές μέσω των γενικών προγραμμάτων λήψεων.

Portrait: Συνήθως στα πορτρέτα θέλουμε μικρό βάθος πεδίου ώστε να “ξεκολλάει” το πρόσωπο από το φόντο — άρα μικρό βάθος πεδίου (DOF – Depth Of Field) για να βγαίνει καθαρό το πρόσωπο και “θολό” το φόντο.

Οι παράγοντες που καθορίζουν το μικρό βάθος πεδίου είναι:

  • Μεγάλο – ανοικτό διάφραγμα = μικρό F-number
  • Μεγάλη εστιακή απόσταση = το zoom όσο πιο κοντά στο tele — άκρο γίνεται
  • Μικρή απόσταση από το θέμα

Οπότε με βάση τα παραπάνω, θέλουμε μεγάλη εστιακή απόσταση άρα βάζεις το zoom κάπου στην μέση ή και πιο tele, + ανοιχτό διάφραγμα, άρα χρησιμοποιείς το πρόγραμμα A και βάζεις το διάφραγμα όσο πιο ανοιχτό γίνεται, π.χ. F2.8 ή F3.5 κτλ. Και πλησιάζουμε το θέμα μας όσο πιο κοντά μπορούμε – ανάλογα πάντα και με την θέση του zoom που έχουμε επιλέξει, αλλά και το κάδρο που θέλουμε να πετύχουμε.

Επίσης μπορεί να χρειάζεται και Fill in Flash

Party/Indoor: Τραβάμε σε P με Flash-ON (όχι Auto). Αν έχουμε διαπιστώσει ότι το σύστημα περιορισμού του φαινομένου με τα κόκκινα μάτια- Red Eye Reduction – δεν λειτουργεί αποδοτικά, το απενεργοποιούμε ώστε να μην κουράζουμε τα

Αν δεν θέλουμε Flash, φροντίζουμε να ορίσουμε σωστά το WB χειροκίνητα.

Night Portrait Εδώ δυσκολεύει — ανάλογα τι θέλουμε να κάνουμε πάντα.

Αν απλά είναι ένα πορτρέτο και θέλεις το φόντο θολό τα πράγματα είναι εύκολα. P και Flash-On, ή P ή A χωρίς Flash και με χειροκίνητο WB.

Αν θέλουμε να φαίνεται στο ένα μισό το πρόσωπο και στο άλλο μισό κάποιο κτίριο π.χ. στο φόντο, τότε περιπλέκεται λίγο το θέμα. Χρησιμοποιούμε A με ένα μέσο διάφραγμα π.χ. F4*, και ορίζεις το Flash σε αργό συγχρονισμό — Slow Sync. Κάποιες μηχανές ορίζουν αυτόματα το Flash σε Slow Sync όταν επιλέξεις σε A mode, ενώ κάποιες άλλες έχουν διαθέσιμη την επιλογή μέσα από το ανάλογο Menu. Ο χρόνος έκθεσης θα είναι μεγαλύτερος από ότι θα ήταν με απλά το Flash σε On ή Auto, οπότε θα γράψει καλύτερα το θέμα στο φόντο. Για την λήψη αυτή χρειάζεσαι τρίποδο ή κάποια αντίστοιχη μορφή στήριξης.

Σε μεγαλύτερα F-number πιθανότατα το Flash να μην μπορέσει να εκφωτίσει σωστά το άτομο μπροστά μας, ενώ και ο χρόνος έκθεσης μπορεί να μεγαλώσει πολύ ώστε να καθιστά δύσκολο το να μείνει ακίνητο κατά την διάρκεια της έκθεσης.

Beach/Snow: Εδώ η αντανάκλαση του ήλιο στην άμμο ή στο χιόνι σχεδόν πάντα ξεγελάει τα φωτόμετρα των μηχανών, οπότε καλό είναι όταν τραβάμε φωτογραφίες (είτε σε P, είτε σε A) να κάνουμε διόρθωση έκθεσης (Exposure Compensation) περίπου +1 με +1.5 EV Stop. Η ακριβής διόρθωση είναι ζήτημα της ακρίβειας του φωτόμετρου κάθε μηχανής, αλλά και των εκάστοτε φωτιστικών συνθηκών.

Επίσης μπορεί να χρειάζεται και Fill in Flash

Landscape: Σχεδόν πάντα θέλουμε μεγάλο βάθος πεδίου στα τοπία, οπότε χρησιμοποιούμε A και όσο το δυνατόν πιο κλειστό διάφραγμα = μεγάλο F number. F5.6~F8. Το Τρίποδο βοηθάει για την όσο το δυνατόν πιο σταθερή λήψη.

Night landscape: Στα ίδια με πιο πάνω, μόνο που το τρίποδο γίνεται απαραίτητο, ενώ θέλει πειραματισμό και το WB. Αν θέλουμε να συμπεριλάβουμε και ανθρώπους στο κάδρο μας, ισχύουν όσα γράφονται πιο πάνω για το Slow Sync Flash.

Fireworks: Αναλύοντας τις συνθήκες που επικρατούν κατά τις επιδείξεις πυροτεχνημάτων δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς πρέπει να ρυθμίσουμε την μηχανή μας. Το πυροτέχνημα είναι ένα φωτεινό φαινόμενο που διαρκεί αρκετά δευτερόλεπτα, σε μεγάλη απόσταση από την μηχανή μας και προέρχεται από ένα πολύ γρήγορα κινούμενο αντικείμενο.

Η αυτόματη εστίαση και φωτομέτρηση είναι πιθανότατο να μας απογοητεύσουν. Οι ρυθμίσεις που είναι πιθανότερο να μας δώσουν ικανοποιητικά αποτελέσματα, είναι ένα τελείως ανοιχτό διάφραγμα και η εστίαση του φακού χειροκίνητα ορισμένη στο άπειρο.

Από την στιγμή που το πυροτέχνημα διαρκεί κάποια δευτερόλεπτα, για την σωστή καταγραφή του θα πρέπει να έχουμε καδράρει από πριν στο σημείο που κατά εκτίμηση θα είναι και αυτό του μέγιστου ενδιαφέροντος (π.χ. το κάδρο να περιλαμβάνει ένα μέρος της τροχιάς ανόδου αλλά και το “αστέρι” της έκρηξης) και να έχουμε ορίσει τον χρόνο έκθεσης σε αρκετά δευτερόλεπτα ή ιδανικά σε Β – Bulb. Για να κρατήσουμε τον θόρυβο σε χαμηλά επίπεδα φροντίζουμε να μην ξεφύγουμε πάνω από τα 200 ISO ενώ βέβαια δεν υπάρχει κανένα νόημα στην χρήση Flash (εκτός και αν θέλουμε να κάνουμε κάποιο πολύ δύσκολο νυχτερινό πορτρέτο με φόντο πυροτεχνήματα!)

Με παρόμοια λογική μπορούμε να στήνουμε το κάδρο μας με προ-ρυθμισμένη εστίαση στο άπειρο, ανοιχτό διάφραγμα και την μηχανή μας στραμμένη προς μία καταιγίδα περιμένοντας για την καταγραφή κεραυνών ή αστραπών.

Fill in Flash: . Fill in Flash ονομάζουμε την περίπτωση που χρησιμοποιούμε Flash για να “γεμίσουμε” – μαλακώσουμε σκιές που λόγω του πολύ δυνατού κύριου φωτισμού θα έδειχναν ένα πρόσωπο ή ένα αντικείμενο ιδιαίτερα σκοτεινό ή/και αφύσικο ή όταν φωτογραφίζουμε με κόντρα φως (π.χ. το πρόσωπο μπροστά από ένα παράθυρο ή στην παραλία κάτω από την ομπρέλα με φόντο τη θάλασσα). Ορίζουμε σε P τη μηχανή και το Flash σε On, όχι Auto. Αν έχει η μηχανή μας δυνατότητα για Flash Exposure Compensation (ή FEC) τότε πειραματιζόμαστε με τιμές ελαφρά μειωμένες: π.χ. FEC = — 2/3 ~ -1 EV stop για αρχή, ώστε να μην περάσουμε στο αντίθετο άκρο και έχουμε αφύσικα δυνατά φωτισμένο το υπό σκιά θέμα μας. Φυσικά τα πάντα εξαρτώνται από το επιλεγμένο διάφραγμα, τα επιλεγμένα ISO, την απόσταση από το θέμα μας αλλά και την ισχύ του Flash, οπότε δεν μπορεί να δοθεί ακριβής εκτίμηση της διόρθωσης.

Παρόμοια λογική ίσως έχει και το “Back Light” Scene, που έχουν κάποιες μηχανές.

Οι παραπάνω συμβουλές δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση πανάκεια των τεχνικών ζητημάτων που προκύπτουν στην συνήθη φωτογραφική πρακτική. Όμως μας βοηθούν να αποκτήσουμε μία πρώτη εικόνα στο μυαλό μας και με λίγη εξοικείωση με την μηχανή μας, είναι σίγουρο ότι σύντομα θα παίρνουμε αποτελέσματα καλύτερα από αυτά που θα έδινε οποιαδήποτε προ-επιλογή Σκηνής. Το μυστικό είναι να συνεχίσουμε να φωτογραφίζουμε με διάθεση να βελτιώνουμε την τεχνική αλλά και την φωτογραφική ματιά μας.

————————————————————————————————————————————————————————————

Φωτογραφία Τοπίου

Το φωτογραφικό τοπίο είναι ένας υπαίθριος χώρος ευρείας κλίμακας, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τον καθιστούν συνήθως αντικείμενο αισθητικής απόλαυσης.

Για να ασχοληθεί κάποιος με το τοπίο πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ότι συνεχώς μεταβάλλεται, λόγω της αλλαγής της θέσης του ήλιου σε σχέση με τη Γη, των καιρικών φαινομένων, των αλλαγών που υφίσταται η βλάστηση, καθώς επίσης και των ανθρώπινων επεμβάσεων. Κάθε φωτογραφία τοπίου είναι μοναδική και δεν επαναλαμβάνεται.

Αναφορικά με τον κατάλληλο φακό, είναι σαφές ότι κάποιος που ασχολείται σοβαρά με τη φωτογραφία, δεν μπορεί να πει ότι ο ευρυγώνιος ενδείκνυνται για τοπίο και ότι ο τηλεφακός όχι, και αυτό γιατί ο κάθε φακός παρουσιάζει συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δημιουργικά, προκειμένου να επιτύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ωστόσο, για να ξεκινήσει κανείς, παρά την πλατιά διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι ευρυγώνιοι προσφέρονται περισσότερο για τοπίο, είναι πιο εύκολοι οι μικροί τηλεφακοί 85–105mm. Το κάπως σφικτό καδράρισμα διευκολύνει τη σύνθεση για όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με το αντικείμενο του τοπίου. Αντίθετα, είναι δύσκολο να ελεγχθεί αποτελεσματικά η σύνθεση όταν καταφεύγουμε σε ευρυγώνιους 16–28mm, καθώς το τοπίο είναι από τους δυσκολότερος τρόπους φωτογραφικής έκφρασης, λόγω της κλίμακας και της συνθετικής του αταξίας. Σε αυτή την περίπτωση, τις περισσότερες φορές ενεδρεύει και ο κίνδυνος να περιλαμβάνεται στη σύνθεση ένα τελείως αδιάφορο και ενοχλητικό μπροστινό πλάνο.

Η άποψη των φωτογράφων τοπίου είναι ότι τα πάντα μέσα στη σύνθεση πρέπει να είναι εστιασμένα και ευκρινή. Αποβλέποντας στη «λεπτομέρεια» του ειδώλου, οι οδηγίες έχουν ως εξής: α) λεπτόκοκκη επιλογή ISO που δίνει μη διακριτό κόκκο, υψηλή ευκρίνεια και υψηλό contrast, β) κλειστό διάφραγμα για καλό βάθος πεδίου, γ) τρίποδο για πιθανές αργές λήψεις νωρίς το πρωί, αργά το απόγευμα και με συννεφιά. Το τρίποδο επίσης μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο όταν θέλουμε να επιλέξουμε το κάδρο μας και να περιμένουμε το κατάλληλο φως ή να μας έρθουν τα σύννεφα σε καλό σημείο ή απλά για να περιμένουμε να φύγει κάτι που μας ενοχλεί π.χ. ένα αυτοκίνητο, δ) φωτογραφική μηχανή DSLR για ποιοτικότερα αποτελέσματα και ε) εφαρμόζουμε τον κανόνα της υπερεστιακής απόστασης (σημειώσεις 1ου έτους).

Αν και η υπερβολική του χρήση καταντάει κλισέ, το πολωτικό φίλτρο είναι πολύ σημαντικό αξεσουάρ για το τοπίο. Χρησιμοποιώντας το μειώνουμε το φαινόμενο της τονικής προοπτικής που σχετίζεται με την κατακόρυφη πρόσπτωση των ηλιακών ακτίνων στα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας που δημιουργεί ως αποτέλεσμα ξεθωριασμένα βάθη. Άλλα διαδεδομένα φίλτρα για φωτογραφία τοπίου είναι το γκρι ντεγκραντέ που αποδεικνύεται πολύτιμο όταν επιδιώκουμε ομαλή μετάβαση από τον πολύ φωτεινό ουρανό στο έδαφος και το UV. Το τελευταίο δεν έχει ως μοναδική αποστολή την προστασία του φακού από σκόνες και γρατσουνιές. Ο σκοπός του είναι να φιλτράρει την υπεριώδη ακτινοβολία που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως μπλεδίλα της ατμόσφαιρας.

Ως προς τη σύνθεση του τοπίου, χρήσιμα εργαλεία είναι τα στοιχεία που καθοδηγούν το μάτι του θεατή και αυτά είναι οι βουνοκορφές, οι δεντροσειρές, τα ποτάμια, οι δρόμοι κ.ο.κ. Επίσης, αυτό που θα πρέπει να προσέξουμε για μια καλή σύνθεση, είναι τα περιττά στοιχεία, που τραβάνε το μάτι από το κύριο θέμα. Σ’ αυτή τη περίπτωση, αν είναι εύκολο, αφαιρούμε αυτά τα στοιχεία αλλάζοντας θέση λήψης.

Ακόμα, υπάρχει ένας εμπειρικός κανόνας που επιβάλει τη λήψη τοπίου νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα όταν το φως έχει εκείνη τη γλυκειά, θερμή χροιά που είναι ευχάριστη στο θεατή και οι σκιές είναι μακρύτερες και με συννεφιά αφού τότε δεν υπάρχουν οι «ενοχλητικές» φωτοσκιάσεις και τα μεγάλα contrast. Επίσης, πολύ καλά τοπία βγαίνουν σε καταχνιές, βροχερές μέρες, χιονιάδες κ.λ.π.

Οι αεροφωτογραφίες, επίσης, μας δίνουν τη δυνατότητα να κάνουμε καλά και διαφορετικά «τοπία». Αυτό όμως, που θα πρέπει να γνωρίζει κανείς, είναι ότι, οι καλύτερες λήψεις γίνονται κατά την απογείωση και την προσγείωση, όταν το αεροπλάνο είναι χαμηλά, αν και το μεγάλο ύψος μπορεί να δώσει εντυπωσιακές αφαιρετικές εικόνες.

Η φωτογραφία τοπίου σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει το ανθρώπινο στοιχείο. Το αντίθετο μάλιστα. Συχνά μια ανθρώπινη φιγούρα θα δώσει ζωντάνια, ατμόσφαιρα και ενδιαφέρον σε ένα τοπίο. Αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί είναι ότι ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος και η τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα στο κάδρο είναι αυτά που καθορίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο πορτραίτο και το τοπίο. Σε γενικές γραμμές, όμως, όταν ο άνθρωπος, ή μια ομάδα ανθρώπων, καταλαμβάνει σχετικά μικρό χώρο στη σύνθεση, τότε πρόκειται για τοπίο.

Κλείνοντας, πρέπει να έχει κανείς πάντα στο μυαλό του ότι τα φωτογραφικά τοπία δεν αποκαλύπτονται αλλά ανακαλύπτονται, και ανακαλύπτονται με τα πόδια. Ο σημαντικότερος, λοιπόν, παράγοντας για μια καλή φωτογραφία τοπίου είναι ο χρόνος και η διάθεση για περπάτημα.

Φωτογραφία Φύσης

Στο κεφάλαιο «φωτογραφία φύσης», θα ασχοληθούμε με επιμέρους στοιχεία του τοπίου, τα φυτά, τα ζώα και τα πουλιά, ξεχωριστά και με τον τρόπο που σχετίζονται με το περιβάλλον τους. Η ανάγκη για κοντινή παρατήρηση, δίνει στη φωτογραφία φύσης έναν περιγραφικό χαρακτήρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εκφραστούμε δημιουργικά. Απαραίτητη προϋπόθεση για καλές φωτογραφίες φύσης είναι η λεπτομερής έρευνα σε επιμέρους χαρακτηριστικά του θέματος, έτσι ώστε να είμαστε αποτελεσματικοί σε μια φωτογραφική εφαρμογή χρονοβόρα, πολυέξοδη και συνήθως μακριά ή πολύ μακριά από τα σπίτια μας.

Η φωτογράφηση της βλάστησης απαιτεί οξυμένη οπτική αντίληψη, γιατί πρέπει με προσεγμένο σχεδιασμό να απομονώνουμε τα ενδιαφέροντα θέματα από το περιβάλλον τους, με τέτοιο τρόπο ώστε, να μην υπάρχουν στις φωτογραφίες μας ενοχλητικά στοιχεία. Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί επίσης είναι ότι τα δάση π.χ. είναι συνήθως σκοτεινά, και έτσι τις περισσότερες φορές είναι απαραίτητη μια γρήγορη ευαισθησία ISO ή τρίποδο, αν φυσικά δεν κινούνται στοιχεία του θέματός μας όπως χόρτα, κλαδιά ή φύλλα. Ως προς τους φακούς, είναι αλήθεια ότι με μικρούς και μεσαίους τηλεφακούς μπορεί κανείς να κάνει τα πράγματα πιο εύκολα σε σχέση με τους ευρυγώνιους, αν και οι δεύτεροι, λόγω της όξυνσης που προσδίδουν στην προοπτική, μπορεί να δημιουργήσουν έντονα δραματικές εικόνες.

Μεγάλο εικαστικό ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάσουν τα φύλλα των δέντρων ή σχηματισμοί κλαδιών, φόρμες αναρριχόμενων φυτών, μεμονωμένα δέντρα ή ποώδη φυτά. Σημαντικό ρόλο στη φωτογραφία φυτών παίζει και η εποχή, αφού το ίδιο στιγμιότυπο διαφέρει τόσο πολύ από εποχή σε εποχή, που σχεδόν δεν είναι αναγνωρίσιμο. Αλλάζει το χρώμα των φύλλων, το μέγεθός τους, η μορφή των καρπών, τα λουλούδια, ενώ το χειμώνα έχουμε τη δυνατότητα να φωτογραφίσουμε φυλλαράκια και κλαδάκια να ξεπροβάλλουν από χιόνι.

Στη φωτογράφιση των πουλιών και των ζώων τα πράγματα είναι διαφορετικά κι αυτό γιατί τα κύρια στοιχεία είναι η έρευνα, η τακτική και η υπομονή, αν και η τύχη παίζει σημαντικό ρόλο στην πραγματοποίηση μιας καλής εικόνας. Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι φωτογράφησης: ο πρώτος είναι το καρτέρι μέσα από καλύπτρα και ο δεύτερος είναι η προσεκτική και αθόρυβη εναλλαγή θέσεων. Το ζητούμενο και στις δύο περιπτώσεις είναι η όσο το δυνατόν αθέατη παρουσία του φωτογράφου στο χώρο. Τα ζώα και τα πουλιά δεν πρέπει να γνωρίζουν, ή τουλάχιστον να ενοχλούνται, από την ανθρώπινη κίνηση, για να αποδίδεται φωτογραφικά η φυσιολογική τους συμπεριφορά.

Η καλύπτρα είναι μια πτυσσόμενη κρυψώνα που μοιάζει με σκηνή από την οποία μπορούμε να βγάλουμε ένα φακό και να φωτογραφήσουμε. Μέσα στην καλύπτρα μπαίνουμε πριν ξημερώσει για να μη μας δουν τα πουλιά και τα ζώα και βγαίνουμε αφού νυχτώσει αν πρόκειται να την χρησιμοποιήσουμε και πάλι. Καθόμαστε ήσυχα σε ένα σκαμνάκι, και δεν φοράμε άρωμα γιατί τα ζώα με αυτόν τον τρόπο από μακριά αντιλαμβάνονται την παρουσία μας. Η φωτογραφική μηχανή και ο φακός πρέπει να στηρίζονται οπωσδήποτε σε τρίποδο με την κεφαλή χαλαρή ώστε να μπορούμε πολύ γρήγορα να παρακολουθούμε την κίνηση των πουλιών και των ζώων στο χώρο. Τα πουλιά και τα ζώα έχουν συνήθεια να εμφανίζονται ή να κάνουν κάτι ενδιαφέρον κάθε φορά που εμείς είμαστε απροετοίμαστοι. Από τη στιγμή που θα μπούμε στην καλύπτρα, δεν μπορούμε να την μετακινήσουμε και γι’ αυτό θα πρέπει να μαντέψουμε το ακριβές σημείο όπου θα εμφανιστούν τα πουλιά και τα ζώα. Δεν είναι σπάνιο να μείνουμε για 8 -10 ώρες κρυμμένοι και τελικά να μην καταφέρουμε απολύτως τίποτα.

Ο δεύτερος τρόπος, αυτός της αλλαγής θέσεων, εκτός από το ότι είναι ιδιαίτερα περιπετειώδης, αν σταθούμε και τυχεροί μπορεί να μας δώσει κάποιο καρέ. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι στις περιπτώσεις εκείνες που οι πληθυσμοί κινούνται σε χαμηλούς αριθμούς μπορεί να αποδειχθεί πιο αποτελεσματικός σε σχέση με το καρτέρι,

Αν αποφασίσουμε να ασχοληθούμε με τη φωτογραφία πουλιών και ζώων, είναι πολύ σημαντικές οι γνώσεις που πρέπει να έχουμε γι’ αυτά. Θα πρέπει να γνωρίζουμε τις διατροφικές τους συνήθειες, τις θέσεις που χρησιμοποιούν για να ξεκουραστούν ή να βρουν τροφή και νερό, τις μετακινήσεις τους, το συγκεκριμένο βιότοπο που προτιμούν, τη γεωγραφική τους κατανομή, την εποχή του χρόνου που μπορούμε να τα βρούμε αλλά και τις ώρες της ημέρας που είναι πιο δραστήρια.

Για τη φωτογράφιση ζώων ο εξοπλισμός που απαιτείται είναι μια ή και δύο D.S.L.R. 35mm, δύο zoom φακοί με σταθεροποιητή που να καλύπτουν εστιακές αποστάσεις από 18mm έως 300mm, φορητά flash, κυρίως για γεμίσματα, τρίποδο για την καλύπτρα και μονόποδο για την αλλαγή θέσεων. Με τη χρήση του μονόποδου εκτός από το ότι διατηρούμε τη θέση και τη σύνθεσή μας, μπορούμε να κινηθούμε γρήγορα και ευέλικτα στο χώρο και να κάνουμε σταθερές λήψεις ακόμα και με σχετικά αργούς χρόνους έκθεσης.

Συχνά, επειδή κυρίως τα πουλιά αλλά και τα ζώα δεν συνδέουν τον άνθρωπο με τα αυτοκίνητα, είναι δυνατόν να τα πλησιάσουμε διακριτικά με αυτοκίνητο, και να τα φωτογραφίσουμε χωρίς να βγούμε από αυτό. Αυτό γίνεται σχετικά εύκολα αν χρησιμοποιήσουμε ένα μικρό σάκο με φακές ώστε να τοποθετήσουμε τη μηχανή και το φακό πάνω στο σάκο που θα έχουμε ακουμπήσει στην πόρτα του αυτοκινήτου για σταθερές λήψεις.

Πέρα από τα φωτογραφικά «σαφάρι», είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να τονιστεί ότι είναι άφθονα τα παραδείγματα θαυμάσιων φωτογραφιών που έχουν γίνει και σε ζωολογικούς κήπους. Η συνταγή είναι απλή: Χρησιμοποιούμε μια D.S.L.R 35mm κι έναν ή δύο φακούς zoom μικρών και μεσαίων εστιακών αποστάσεων, επιλέγοντας όσο το δυνατόν πιο ανοιχτό διάφραγμα. Πλησιάζουμε στα σύρματα ή τα κάγκελα του κλουβιού και φωτογραφίζουμε. Στην τελική φωτογραφία αυτά θα έχουν εξαφανιστεί μια που το ελάχιστο βάθος πεδίου τα κάνει κυριολεκτικά αόρατα. Το πλεονέκτημα της φωτογράφισης σε ζωολογικούς κήπους είναι πρώτον, ότι τα ζώα «κάθονται» να τα φωτογραφίσουμε, αφού δεν έχουν πού να πάνε και δεύτερον ότι με ένα εισιτήριο μπορούμε να φωτογραφίσουμε από λιοντάρια μέχρι εξωτικά πουλιά. Επίσης, μπορούμε να ελέγχουμε απόλυτα τις κινήσεις του θέματός μας, μια που ο χώρος είναι περιορισμένος και έχουμε όλο τον καιρό να επιλέξουμε, αν όχι την κατάλληλη γωνία, την κατάλληλη στιγμή.

Πέρα από τα φυτά και τα ζώα, στη φύση εμπεριέχονται και άλλα στοιχεία, όπως το χώμα, τα βράχια, το νερό, που αν και έχουμε συνηθίσει να τα βάζουμε σε φωτογραφίες τοπίου, μπορούν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε φωτογραφίες φύσης αλλά και δευτερεύοντα, υποστηρικτικό ρόλο σε καρέ όπου δεσπόζουν ζώα και φυτά. Εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το φωτισμό του ήλιου για να τονίσουμε τα στοιχεία του κάδρου μας, ενώ θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι μετά από τη βροχή το χώμα και τα βράχια τονίζονται με τρόπο ιδανικό για φωτογραφία. Είναι μάλλον περιττό να μιλήσουμε για τα παιχνίδια που μπορούμε να κάνουμε με το τρεχούμενο νερό και την ανάλογη ρύθμιση της ταχύτητας του φωτοφράχτη. Το, δε, στάσιμο νερό μας προκαλεί συνήθως με τις αντανακλάσεις του. Ενδιαφέροντα καρέ μπορούν, ακόμα να προκύψουν από τα κύματα της θάλασσας, μόνα τους ή και όπως αυτά χτυπάνε στα βράχια.

Είμαστε, στ’ αλήθεια, πολύ τυχεροί, αφού η Ελλάδα προσφέρει ποικιλία στοιχείων, ιδανικά για όποιον αποζητά μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία φύσης. Κλείνοντας, πρέπει να τονίσουμε ότι βασική και πρώτη προϋπόθεση για τη φωτογράφηση της φύσης είναι ο απόλυτος σεβασμός απέναντι σ’ αυτήν.

Είναι ευνόητο ότι οι προεκτάσεις και οι αναλύσεις πάνω στο θέμα «φωτογραφία φύσης» είναι απεριόριστες. Ωστόσο, περιοριζόμαστε προς το παρόν σε γενικές πληροφορίες, τις οποίες θα χρησιμοποιήσουμε σε συνδυασμό με αυτά που έχουμε κατακτήσει μέχρι σήμερα από το 1ο έτος.

D-SLR & FOV crop FAQ — Ερωτήσεις και απαντήσεις

Τελευταία όλο και περισσότερος κόσμος προσπαθεί να προσεγγίσει την αγορά των D-SLR που γίνεται ολοένα και πιο προσιτή τον μέσο καταναλωτή / φωτογράφο. Μεταξύ των διάφορων όρων της ψηφιακής φωτογραφίας με τους οποίους καλείται να εξοικιωθεί ο κάθε ενδιαφερόμενος (ή και ήδη κάτοχος) είναι το FOV crop, μία έννοια που απουσιάζει από τον κόσμο των compact ψηφιακών.

Η έννοια του FOV crop μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή, όμως κατά την γνώμη μου υπάρχουν πάμπολα άρθρα και κείμενα που δίνουν την δική τους υπερ-απλουστευμένη ή περιπλεγμένη εξήγηση, με αποτέλεσμα η τελική εικόνα να είναι από ασαφής έως τελείως λανθασμένη. Ας αναπτύξουμε λοιπόν το θέμα όσο πιο απλά αλλά όχι απλοϊκά νομίζω ότι μπορούμε:

Τι είναι το FOV;

Το FOV είναι το ακρώνυμο από τον αγγλικό όρο Field Of View ή αυτό που εμείς ονομάζουμε Γωνία Θέασης του φακού και μετριέται σε μοίρες. Συνήθως μετράται η γωνία κάλυψης κατά την διαγώνιο του καρέ.

Το FOV crop γιατί υπάρχει;

Οι κατασκευαστές ψηφιακών μηχανών από νωρίς κατάλαβαν ότι θα πρέπει να ικανοποιήσουν την πιο δημοφιλή κατηγορία σοβαρών φωτογραφικών μηχανών film που δεν είναι άλλη από αυτή των μηχανών SLR1 [135]2 ή γνωστές και σαν SLR 35mm3, μίας κατηγορίας αγαπημένης λόγω ευελιξίας στους επαγγελματίες, αλλά και λόγω τιμής στους σοβαρούς ερασιτέχνες.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν στα πρώτα βήματα της ψηφιακής φωτογραφίας ήταν ότι δεν υπήρχαν σε μαζική παραγωγή αισθητήρες μεγέθους 36x24mm, το ακριβές αντίστοιχο του καρέ [135]. Έτσι όταν αρχικά η Kodak κυκλοφόρησε πρώτη μαζικά D-SLR με βάση κορυφαίες SLR των Nikon & Canon, χρησιμοποιούσε αισθητήρες διαφόρων μεγεθών, πάντα μικρότερους του [135] αλλά όσο μεγαλύτερους μπορούσε με βάση το κόστος και τις επιδόσεις τους.

To 1999 ανακοινώνεται η πρώτη “εργοστασιακή” D-SLR που εισήγαγε σταθερό μέγεθος αισθητήρα: η Nikon D1 που φορούσε τον 1ο αισθητήρα προτύπου DX, μεγέθους 15.6 mm x 23.7 mm, 2.7 ενεργών MP και FOV crop factor 1.5x. Ο αισθητήρας αυτός θα ήταν και το πρότυπο που θα ακολουθήσουν οι περισσότερες εταιρίες για να σχεδιάσουν τις δικές τους εκδόσεις αισθητήρων που παρά τις μικρές αποκλείσεις σε διαστάσεις ονομάζονται όλοι “APS-C” — μια και έχουν παρόμοιες διαστάσεις με το εκλιπών πλέον φορμά APS4 που είδαμε για λίγα χρόνια στις film compact.

Τι είναι λοιπόν το FOV crop;

Προκειμένου οι μικρότεροι αισθητήρες APS-C να είναι συμβατοί με τους φακούς του [135], καλούνται να απέχουν από τη μορντούρα του φακού όσο θα απείχαν και στην περίπτωση των κοινών film SLR — αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να εστιάζουν σωστά σε όλη την κλίμακα των αποστάσεων. Σε αυτή τη δεδομένη για κάθε εταιρία και άρμωση απόσταση λοιπόν, οι φακοί για το [135] δίνουν έναν κύκλο κάλυψης ειδώλου ή αν θέλετε ένα κυκλικό “κάδρο” στο επίπεδο του film ή του αισθητήρα διαμέτρου τουλάχιστον 44mm — όσο δηλαδή απαιτείται για να εγγράφεται πλήρως ένα καρέ [135] φυσικών διαστάσεων 36 mm x 24 mm (διαγώνιος περίπου 43 mm)

Από την στιγμή που οι ψηφιακοί αισθητήρες APS-C είναι μικρότεροι σε διαστάσεις από το [135], ένα μεγάλο μέρος του διαθέσιμου ειδώλου που παράγει ο φακός, πολύ απλά δεν χρησιμοποιείται από τον αισθητήρα — κόβεται ή “κροπάρεται” δηλαδή στην φωτογραφική ορολογία. Αυτό για να γίνει αντιληπτό στον μέσο χρήστη που έχει εμπειρία από τις γωνίες θέασης (FOV) που συναντούσε σε δημοφιλείς εστιακές αποστάσεις φακών στο [135], εφευρέθηκε ο όρος του πολλαπλασιαστή ωφέλιμης εστιακής απόστασης ή Effective FOV factor.

H θεωρία λέει, ότι χρησιμοποιώντας έναν φακό εστιακής απόστασης Ν, το FOV που αξιοποιείται από τον αισθητήρα της D-SLR θα είναι ισοδύναμο αυτού που θα είχαμε σε μία μηχανή [135] εάν χρησιμοποιούσαμε έναν φακό εστιακής απόστασης (Ν επί το συντελεστή του FOV crop). To είδωλο όμως που παράγεται παραμένει το ίδιο. Η διαφορά στο κάδρο περιγράφεται στο Σχήμα 1.

Σχήμα 1

Αυτό σημαίνει ότι ένας φακός 50mm σε μία D-SLR με 1.5x FOV crop θα συμπεριφέρεται όπως ένας 75mm στην παλαιά φιλμάτη μου;

Περίπου. Αν αναφέρεσαι αποκλειστικά στο FOV crop και την φωτεινότητα, έτσι θα είναι. Για παράδειγμα, ένας 50mm f/1.8 θα σου δίνει την ίδια γωνία θέασης με έναν 75mm, διατηρώντας παράλληλα την μέγιστη φωτεινότητα του f/1.8.

Όμως: Η εστιακή απόσταση του φακού θα παραμένει 50mm. Και αυτό σημαίνει ότι μεγέθη που εξαρτώνται από την σχεδίαση και την φυσική κατασκευή του φακού ΔΕΝ θα αλλάξουν. Αυτά είναι:

  • Το βάθος πεδίου για δεδομένο διάφραγμα και απόσταση από το θέμα θα είναι το ίδιο, απλά το κάδρο θα είναι πιο σφικτό στο APS-C sensor
  • Η ελάχιστη απόσταση εστίασης θα είναι η ίδια και στο [135] και στο APS-C sensor
  • Η μέγιστη σχετική μεγέθυνση — είτε μιλάμε για macro φακούς είτε όχι — θα είναι η ίδια και στο [135] και στο APS-C sensor

Οι όποιες “παραλλαγές” στους παραπάνω ισχυρισμούς υπάρχουν γιατί πολύ απλά δεν κρατιόνται τα ίδια σημεία αναφοράς σταθερά. Οι περισσότεροι κρίνουν με βάση το κάδρο, και είναι προφανές ότι για να έχεις το ίδιο κάδρο σε μία Full Frame D-SLR / [135] SLR και σε μία APC-S D-SLR, στην 1η περίπτωση καλείσαι να πλησιάσεις περισσότερο.

Μεγέθη όπως η μεγέθυνση και το βάθος πεδίου (DOF) είναι άμεσα συνδεδεμένα με την απόσταση από το θέμα, οπότε λογικά και αλλάζουν. Όμως η ελάχιστη απόσταση από το θέμα, άρα και η μέγιστη μεγέθυνση και το ελάχιστο DOF εξαρτώνται από την σχεδίαση του συγκεκριμένου φακού και ορίζονται αποκλειστικά από αυτόν, όχι από το μέγεθος της επιφάνειας στην οποία προβάλει το είδωλό του5.

“Κάπου διάβασα ότι στους macro αφού αυξάνεται η εστιακή απόσταση, θα έχουμε μεγαλύτερη μεγέθυνση στις APS-C από ότι στις Full Frame / [135], ισχύει;”

Όχι, το γιατί περιγράφεται και πιο πάνω η ελάχιστη απόσταση και η μέγιστη μεγέθυνση ορίζεται από τον φακό και όχι από το σώμα. Και να θυμίσουμε ότι μεγέθυνση στην macro/micro φωτογραφία ονομάζεται η αναλογία φυσικών διαστάσεων του ειδώλου σε σχέση με το πραγματικό αντικείμενο.

Όπως βλέπουμε στο Σχήμα 2, ας υποθέσουμε ότι έχουμε έναν φακό που με ελάχιστη απόσταση εστίασης τα 100mm από το θέμα μας επιτρέπει μεγέθυνση 1:1. Αυτό σημαίνει ότι το θέμα μας — ένα έντομο — φυσικών διαστάσεων χονδρικά 16mm x 14mm θα αναπαρασταθεί στο [135] ή σε μία Full Frame D-SLR από ένα είδωλο ίδιων διαστάσεων, γεμίζοντας το κάδρο. — Περίπτωση Α.

Το APS-C, λόγω του FOV crop θα μας δίνει την δυνατότητα να επιλέξουμε μεταξύ 2 εκδοχών για την λήψη του ίδιου θέματος:

  • Να προσεγγίσουμε το έντομο με το ίδιο ακριβώς κάδρο — Περίπτωση Β
  • να πλησιάσουμε όσο πιο κοντά μας επιτρέπει ο φακός για να πετύχουμε την μέγιστη μεγέθυνση — Περίπτωση Γ

Σχήμα 2

Όπως μπορείτε να δείτε στο απλοποιημένο σχήμα, η περίπτωση Β που δίνει το ίδιο κάδρο με αυτό που θα παίρναμε στο [135], μας δίνει λόγω FOV crop και “εικονικής” αύξησης της εστιακής απόστασης του φακού μία πιο άνετη απόσταση εργασίας από το θέμα μας. Πολύ χρήσιμο όταν μιλάμε για έντομα που δεν μας αφήνουν να προσεγγίσουμε πολύ. Όμως η πραγματική μεγέθυνση είναι αρκετά μικρότερη στην περίπτωση αυτή. Σε περίπτωση που θελήσουμε να μεγιστοποιήσουμε την μεγέθυνση επί του θέματός μας, θα πρέπει να πλησιάσουμε στην ελάχιστη απόσταση εστίασης που επιτρέπει ο φακός. Άσχετα με το αν στην περίπτωση του APS-C αισθητήρα θα έχουμε ένα πολύ πιο σφικτό και φαινομενικά πιο κοντινό κάδρο, οι πραγματικές διαστάσεις του ειδώλου πάνω στον αισθητήρα κατά την σύλληψη θα είναι οι ίδιες ακριβώς με αυτές που θα έχουμε και στην περίπτωση χρήσης μηχανής [135] ή Full Frame D-SLR.

Σε τι διαφέρει το Effective Crop Factor από έναν Teleconverter;

Με την χρήση του teleconverter, αλλάζει η πραγματική εστιακή απόσταση που αντιλαμβάνεται ο αισθητήρας, καθώς και η φωτεινότητά του. Αυτό έχει επιπτώσεις στα μεγέθη του FOV, του DOF και της μεγέθυνσης. Η εικονική μεγέθυνση της εστιακής απόστασης που δίνει το Crop Factor των APS-C D-SL

Φακοί

O Φακός

Ένα από τα σημαντικότερα τμήματα μιας φωτογραφικής μηχανής αποτελεί ο φακός της. Είναι ο μηχανισμός εκείνος που μετατρέπει τον τρισδιάστατο κόσμο που ζούμε σε ένα είδωλο δύο διαστάσεων που αποτυπώνεται πάνω στο φίλμ ή στο CCD. H ποιότητα του φακού καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, και την ποιότητα των φωτογραφιών μας. Ένας πολύ καλός φακός ακόμα και σε μια μέτρια μηχανή, θα βγάλει τεχνικά καλές φωτογραφίες. Αντίθετα, η τοποθέτηση ενος φακού χαμηλής ποιότητας σε μια καλή μηχανή, θα δίνει πάντα χαμηλότερης ποιότητας φωτογραφίες.

Λειτουργίες του φακού

Οι φακοί δημιουργούν τα είδωλα πάνω στο φίλμ ή στο CCD, με τον ίδιο τρόπο που ενας μεγεθυντικός φακός μαζεύει το φώς του ήλιου για να κάψει ενα κομμάτι χαρτί. Οι σύγχρονοί φακοί είναι πολύπλοκα μηχανικά εξαρτήματα, έχουν σχεδιαστεί απο υπολογιστές και είναι κατασκευασμένοι να δίνουν εικόνες εξαιρετικής ακρίβειας και λεπτομέρειας. Παρ’ολη την πολυπλοκότητα και το πλήθος των οπτικών στοιχείων απο τα οποία αποτελείται, είναι ελαφρύς και εύχρηστος.

Το διάφραγμα

Ενα σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει ενα φακό είναι το άνοιγμα του διαφράγματος.Το διάφραγμα είναι ένας απο τους μηχανισμούς με τους οποίους μπορούμε να επέμβουμε σε μια φωτογραφία. Ο άλλος μηχανισμός είναι ο φωτοφράκτης. Όσο πιο μεγάλο το διάφραγμα, τόσο πιο πολύ φώς μπορεί να περάσει μέσα απο το φακό. Οι τιμές του διαφράγματος (που συμβολίζεται με f)είναι συνήθως οι εξής: f/1, f/1.4, f/2, f/2.8, f/4, f/5.6, f/6.7 f/8, f9.5, f/11, f/13, f/16, f/19, f/22, f/27 και ανεβαίνει σε μερικά μοντέλα ακόμα πιο πολύ. Όπως βλέπουμε, όσο το διάφραγμα είναι ανοιχτό, τόσο μικρότερη τιμή παίρνει, και τόσο περισσότερο φώς αφήνει να περάσει. Όσο κλείνει το διάφραγμα ή μεγαλώνει η τιμή του, τόσο λιγότερο φώς αφήνει να περάσει μέσα απο το φακό. Η μεταπήδηση απο μια τιμή διαφράγματος σε μια επόμενη ή προηγούμενη τιμή αντιστοιχεί σε ενα “stop” (διαβάθμιση). Μεταξύ δύο διαδοχικών τιμών διαφράγματος της παραπάνω κλίμακας, αντιστοιχεί ενας διπλασιασμός ή υποδιπλασιασμός στην ποσότητα του φωτός που θα περάσει απο το φακό. Αν π.χ. στο f/4 περνάει σε 1 sec μια X ποσότητα φωτός, στον ίδιο χρόνο με f/2.8 περνάει 2Χ και με f/5.6 περνάει Χ/2 αντίστοιχα. Όπως καταλαβαίνουμε απο τα παραπάνω, η μέγιστη τιμή του διαφράγματος ενός φακού είναι πολύ σημαντική σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, αφού ενας φωτεινός φακός μπορεί να επιτρέψει την διέλευση πολλαπλάσιας ποσότητας φωτός και άρα να αποτυπώσει την φωτογραφία σε πολύ μικρότερο χρόνο απο ενα φακό με μικρότερο μέγιστο διάφραγμα. Για τον λόγο αυτό οι φακοί αυτοί ονομάζονται και “γρήγοροι” φακοί, αφού επιτρέπουν σε δεδομένες συνθήκες φωτισμού, την χρήση μεγάλων ταχυτήτων. Επίσης έχουν καλύτερη ευκρίνεια, ανεξάρτητα απο το διάφραγμα που χρησιμοποιείται, γι αυτό το λόγο επιλέγονται απο τους επαγγελματίες φωτογράφους. Λόφω της μεγαλύτερης πολυπλοκότητας κατασκευής τους, αλλά και της διαμέτρου των οπτικών κρυστάλλων τους (μεγάλη άρα και ακριβότερα), οι φωτεινοί φακοί είναι πολύ ακριβοί στην τιμή τους.

Εστιακή απόσταση

Ονομάζεται η απόσταση ανάμεσα στο οπτικό κέντρο του φακού και το φίλμ και ελέγχει πόσο θα μεγεθυνθεί το είδωλο του θέματος. Φακοί με μικρότερες εστιακές αποστάσεις απο 50mm ονομάζονται ευρυγώνιοι γιατί μπορούν και συλλαμβάνουν μεγαλύτερο οπτικό πεδίο, εμφανίζουν όμως τα θέματα μικρότερα απο οτι ενας φακός 50mm. Να αναφέρουμε εδώ οτι ο φακός των 50 mm ονομάζεται και νορμάλ φακός. Μέσα απο αυτόν βλέπουμε περίπου την εικόνα που βλέπει ενας άνθρωπος με τα μάτια του. Φακοί με μεγαλύτερες εστιακές αποστάσεις απο 50mm ονομάζονται τηλεφακοί. Οι φακοί αυτοί δημιουργούν μεγεθυμένα είδωλα αλλά μας δείχνουν μικρότερο οπτικό πεδίο.

Βάθος πεδίου

Απο ολόκληρη την εικόνα που βλέπουμε μέσα απο το σκόπευτρο μας, μόνο ενα επίπεδο του θέματος αποτυπώνεται πάνω στο φίλμ ή στο CCD με απόλυτη ευκρίνεια. Τα θέματα που βρίσκονται μπροστα ή πίσω απο το σημείο απόλυτης ευκρίνειας και εστίασης εμφανίζονται με λιγότερη ευκρίνεια, και όσο απομακρύνεται το μάτι απο αυτό το σημείο βλέπουμε οτι τα θέματα καταγράφονται με όλο και λιγότερη ευκρίνεια. Για την ακρίβεια, τα θέματα που είναι σε ευκρινή εστίαση δεν βρίσκονται σε ενα επίπεδο, αλλά καλύπτουν ενα φάσμα αποστάσεων μπροστά και πίσω απο το σημείο εστίασης. Το εύρος ή βάθος αυτής της ζώνης ονομάζεται βάθος πεδίου. Το βάθος πεδίου εξαρτάται απο το διάφραγμα και είναι ελάχιστό σε μεγάλα διαφράγματα (f/1, f/1.4, f/1.8). Όσο κλείνουμε το διάφραγμα, αυξάνει το βάθος πεδίου και μεγαλύτερο μέρος του θέματος έρχεται σε εστίαση.Για να επιτύχουμε ευκρίνεια σε όλο το θέμα μας (φωτοφραφία ενος τοπίου, για παράδειγμα), πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πολύ μικρά διαφράγματα (f/11, f/16 κλπ). Το βάθος πεδίου καθορίζεται επίσης απο την εστιακή απόσταση και την απόσταση του θέματος απο εμάς.

Προοπτική

Αν και είναι λίγο δύσκολο να περιγραφεί, είναι αυτό που κάνει ενα μακρινό αντικείμενο να φαίνεται πιο μακριά σε σχέση με ένα κοντινό αντικείμενο. Ένας μεγάλος τηλεφακός έχει την δυνατότητα να εμφανίζει δύο αντικείμενα, ενα κοντά και το άλλο μακρυά, σε πιο κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Ένας δυνατός ευρυγώνιος κάνει το αντίθετο πράγμα. Η πρόοπτική εξαρτάται απο την απόσταση μεταξύ φωτογραφικής μηχανής και του θέματος. Για παράδειγμα, πλησιάζοντας κοντά σε ενα πρόσωπο με ενα ευρυγώνιο φακό, γεμίζουμε όλο το κάδρο μας με τα πρόσωπο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα “διογκωμένη” προοπτική. Κάποιο αντικείμενο που είναι σε πρώτο πλάνο φαίνεται πολύ μεγαλύτερο απο οτι είναι στην πραγματικότητα, ενω τα πιο μακρινά αντικείμενα δείχνουν να απομακρύνονται στο βάθος.

Είδη φακών

Οι φακοί χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, ανάλογα με την χρήση τους. Υπάρχουν οι φακοί σταθερού εστιακού μήκους (π.χ. 50mm, 200mm) και οι φακοί μεταβλητού εστιακού μήκους ή φακοί zoom (π.χ. 28–80mm, 75–300mm). Η τιμή που έχουν δεν έχει να κάνει με το μήκος του φακού, είναι ενας αριθμός που μας δείχνει τι μπορεί να απεικονίσει ο συγκεκριμένος φακός. Ανάλογα, επίσης, με το πόσο περισσότερο ή λιγότερο θέμα μπορούν να καταγράψουν,δηλαδή ανάλογα την εστιακή τους απόσταση, χωρίζονται σε κανονικό φακό, ευρυγώνιο, τηλεφακό, ζούμ φακό, macro φακό και κάποιους άλλους φακούς για ειδικές εφαρμογές. Ας δούμε ενα-ενα φακό ξεχωριστά.

Κανονικός φακός

Ήταν ο πιο συνηθισμένος φακός για φωτογραφική μηχανή. Η ορατότητα που μας προσφέρει είναι σχεδόν οτι βλέπει το ανθρώπινο μάτι. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι γιατί εδω δεν παίρνουμε υπόψη μας την περιφερειακή όραση του ανθρώπου. Δίνει φωτογραφίες με πολύ φυσική προοπτική, χωρίς παραμόρφωση. Η σκηνή σε μια φωτογραφία είναι όπως ακριβώς την θυμάστε. Είναι ενας φακός μικρού μεγέθους, ελαφρύς, με πολύ μεγάλα διαφράγματα (f/1, f/1.4, f1.8), άρα και εξαιρετικά φωτεινός και γρήγορος φακός. Πρίν εξαπλωθούν οι φακοί zoom, ήταν ο βασικός φακός κάθε φωτογραφικής μηχανής.

Ευρυγώνιος φακός

Ονομάζονται οι φακοί με εστιακή απόσταση μικρότερη των 50mm και περιλαμβάνει όλους τους φακούς απο 35–6mm, συμπεριλαμβανομένου και του φακού fish-eye, που καλύπτει οπτικό πεδίο 180ο. Οι φακοί με μικρότερη εστιακή απόσταση απο 20mm ονομάζονται υπερευρυγώνιοι. Το μεγάλο πλεονέκτημα του είναι οτι μπορεί να καταγράψει μεγαλύτερο τμήμα μιας σκηνής και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε απο το θέμα ή βρισκόμαστε μέσα σε ενα δωμάτιο. Έχουν μεγαλύτερο βάθος πεδίου και έτσι είναι πολύ καλή επιλογή όταν τα πάντα πρέπει να καταγραφούν με ευκρίνεια,απο πολύ κοντά μέχρι το άπειρο. Στα αντικείμενα που βρίσκονται πολύ κοντά στον φακό δημιουργεί μια υπερτονισμένη προοπτική ή παραμόρφωση και αυτό μπορούμε να το εκμεταλευτούμε δημιουργικά στις φωτογραφίες μας. Τέλος δημιουργεί μια περιστασιακή παραμόρφωση γραμμών. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό όταν π.χ. φωτογραφίζουμε ενα κτίριο. Στρέφοντας τον φακό μας προς τα πάνω, βλέπουμε οτι οι άκρες του κτιρίου αρχίζουν να συγκλίνουν πρός το κέντρο.

Τηλεφακός

Ονομάζουμε τους φακούς με εστιακή απόσταση μεγαλύτερη των 50mm οι οποίοι μπορούν να φτάσουν μέχρι και 2000mm. Eίναι πολύ χρήσιμοι όταν θέλουμε να φωτογραφήσουμε κάποιο μακρινό θέμα ή δεν μπορούμε να πλησιάσουμε το θέμα μας. Προσφέρουν στενό οπτικό πεδίο και έτσι μπορούμε να απομονώσουμε το θέμα που μας ενδιαφέρει και να φωτογραφήσουμε μόνο αυτό. Παρουσιάζουν συμπιεσμένη προοπτική δηλαδή κάνουν τα αντικείμενα που βρίσκονται σε διαφορετικές αποστάσεις απο τον φωτογράφο να φαίνονται πιο κοντά απο ότι είναι στην πραγματικότητα. Τέλος πρέπει να αναφέρουμε οτι εχουν πολύ μικρό βάθος πεδίου δίνοντας μας την δυνατότητα να καταγράψουμε με ευκρίνεια μόνο το τμήμα εκείνο που μας ενδιαφέρει. Τα υπόλοιπα θα φαίνονται θολά. Πρέπει να αναφέρουμε οτι όσο πιο μεγάλη εστιακή απόσταση έχουν οι τηλεφακοί, τόσο πιο ογκώδεις και βαριοί γίνονται. Σε πολλοί μεγάλους τηλεφακούς υπάρχει ειδικό σημείο σύνδεσης για να τους στηρίζουμε στο έδαφος και να μην τους κρατάμε στο χέρι.

Κατοπτρικός φακός

Οι φακοί αυτοί, που ονομάζονται και “reflex”, έχουν μικρό βάρος και πολύ μικρό μέγεθος. Αυτό επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας κάτοπτρα για να συμπτύξουν την διαδρομή του φωτός καταφέρνοντας με αυτό το τρόπο να έχουμε ενα πολύ μικρό μήκος για το φακό. Έχουν όμως ενα αριθμό μειονεκτημάτων που μειώνουν το πλεονέκτημα του μικρού βάρους και μήκους. Το πιο σημαντικό απο αυτά είναι το μικρό άνοιγμα διαφράγματος (συνήθως f/8) που είναι σταθερό, και έτσι δεν μπορούμε να αλλάξουμε f-στοπ. Αυτό μας υποχρεώνει να χρησιμοποιήσουμε μικρές ταχύτητες φωτοφράκτη με κίνδυνο να βγούν οι φωτογραφίες μας κουνημένες. Συνήθως χρησιμοποιούμε τρίποδα και γρήγορα φίλμ (ISO 400 και πάνω). Έχουν μικρότερο βάθος πεδίου και τα εκτός εστίασης σημεία έχουν το σχήμα κουλουριού, κάτι που πολλοί άνθρωποι δεν συμπαθούν.

Φακός zoom

Οι φακοί αυτοί έχουν μεταβλητές εστιακές αποστάσεις και αντικαθιστούν ένα εύρος φακών σταθερής εστιακής απόστασης π.χ. ενας φακός 75–300mm αντικαθιστεί όλους τους ενδιάμεσους. Τώρα πια δεν χρειάζεται να αλλάζουμε συνέχεια φακό και έτσι με αυτούς τους φακούς μπορούμε να έχουμε το θέμα μεγαλύτερο ή μικρότερο μέσα απο το σκόπευτρο μας. Είναι συνήθως λίγο βαρύτεροι και μεγαλύτεροι απο τους αντίστοιχους με μια εστιακή απόσταση. Τα διαφράγματα που έχουν κάνουν τους φακούς αυτούς λίγο αργούς. Τα συνηθέστερα διαφράγματα φτάνουν μέχρι f/4.5. Να εξηγήσουμε εδω τα νούμερα που αναφέρει ο κάθε φακός ζούμ, και ας πάρουμε για παράδειγμα ενα φακό 70–200mm f4–5.6. Στην εστιακή απόσταση των 70mm το μέγιστο διάφραγμα αυτού του φακού είναι η πρώτη τιμή, δηλ. f/4. Όσο “ζουμάρουμε” τόσο πιο πολύ μικραίνει το διάφραγμα, ωστε στο μέγιστο εστιακό μήκος το μεγαλύτερο διάφραγμα παίρνει μέγιστη τιμή , την δεύτερη τιμή διαφράγματος που είναι f/5.6. Απο το παραπάνω παράδειγμα βλέπουμε οτι οι γακοί ζούμ υπολείπονται σε ανοιγμα διαφράγματος απο οτι οι φακοί μιας εστιακής απόστασης, είναι δηλ. πιο “αργοί” και οχι τόσο φωτεινοί. Είναι η πιο δημοφιλής κατηγορία φακών στην αγορά. Να αναφέρουμε οτι στην ψηφιακή φωτογραφία, το “οπτικό” ζούμ (2x,3x κλπ) δεν σημαίνει οτι βλέπουμε το αντικείμενο x φορές μεγαλύτερο, αλλά συμβολίζει την σχέση μεταξύ ελάχιστης και μέγιστης εστιακής απόστασης του φακού, για παράδειγμα ενας φακός 35–105mm είναι 3x οπτικό ζούμ.

Φακός macro

Eίναι μια κατηγορία φακών που έχει φτιαχτεί ειδικά για φωτογράφηση σε κοντινές αποστάσεις και έχουν την ικανότητα να εστιάζουν σε πολύ μικρή απόσταση απο το θέμα. Οι φακοί αυτοί έχουν ενα νούμερο που τους χαρακτηρίζει (π.χ. 1x, 2x κ.λ.π) Αυτός ο αριθμός μας δείχνει την ικανότητα αναπαραγωγής του θέματος στο φυσικό του μέγεθος ή μεγένθυση 1x. Αυτό σημαίνει οτι ενα έντομο σε διαφάνεια ή σε αρνητικό θα έχει το ίδιο μέγεθος με το πραγματικό έντομο. Αν είναι 2x, θα είναι 2 φορές πιο μεγάλο απο οτι στην πραγματικότητα. Αρκετοί σύγχρονοι φακοί ζούμ έχουν επίσης δυνατότητες macro.

Τηλεμετατροπέας (teleconverter)

Είναι ενα μικρό δαχτυλίδι, μια μικρή προέκταση που μπαίνει πρίν τον φακό και αυξάνει την εστιακή του απόσταση. Τα συνηθέστερα μοντέλα είναι 1.4x και 2x. Αυτό σημαίνει οτι αν έχουμε ενα τηλεφακό 300mm f/4 και προσθέσουμε το δαχτυλίδι 1.4x, τότε έχουμε ενα τηλεφακό 420mm (300 x 1.4 = 420) με διάφραγμα f/5.6 (4 x 1.4 = 5.6). Με αυτό το φτηνό τρόπο μπορούμε να αυξήσουμε την εστιακή απόσταση κάποιου φακού μας. Πρέπει να αναφέρουμε όμως ότι, ο τηλεμετατροπέας μειώνει το φώς που φτάνει στο φακό κατά μία βαθμίδα στο 1.4x και κατά δύο βαθμίδες στο 2x. Αυτό μας αναγκάζει να χρησιμοποιήσουμε μικρότερες ταχύτητες φωτοφράκτη, πιο ευαίσθητο φίλμ και ίσως και τρίποδο. Και ως ενα βαθμό, μειώνεται η ευκρίνεια και η αντίθεση της εικόνας.

Σταθεροποιητής εικόνας (Image stabiliser — IS)

Πρόκειται για ενα γυροσκοπικό σύστημα που ενσωματώνεται στον φακό και πρωτοεμφανίστηκε στις βιντεοκάμερες. Στην φωτογραφικές μηχανές βρήκε σαν κύριο εκφραστή του την CANON. Η λειτουργία του επιδρά στο σύστημα του φακού απορροφώντας μέρος των κραδασμών του χεριού μας και επιτρέποντας μας να τραβήξουμε φωτογραφίες και με 2 στόπ πιο αργή ταχύτητα, στο χέρι. Στην αντίθετη περίπτωση θα πέρναμε μια κουνημένη φωτογραφία ή θα χρειαζόμασταν οπωσδήποτε τρίποδο ή μονόποδο. Βρίσκει κυρίως εφαρμογή σε φακούς που πρόκειτε να χρησιμοποιηθούν για λήψεις με το χέρι, και έχουν μεγάλο βάρος όπως π.χ. ενας φακός 600mm. Ο 1200mm της CANON π.χ. δεν το χρησιμοποιεί γιατί πολύ απλά δεν μπορείς να το κρατήσεις, χρειάζεται τρίποδο.

Αυτόματη εστίαση (auto focus)

Αυτόματη εστίαση (Auto focus) Τα συστήματα αυτόματης εστίασης είναι σχετικά νέα στην φωτογραφία αφού εμφανίστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, με οχι και τόσο ικανοποιητικά αποτελέσματα στην αρχή. Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα σε ορισμένα είδη φωτογράφησης (αθλητική φωτογραφία,φωτογραφίες δράσης) να κρίνεται απαραίτητη. Η βασική της αρχή είναι η εξής: όπως η εικόνα περνά απο το φακό, ενα ειδικό πρίσμα την διασπά σε δύο όμοιες εικόνες. Αυτές κατευθύνονται σε 2 μικρούς αισθητήρες CCD οι οποίοι αναλύουν την σχετική θέση της κάθε εικόνας σε αυτούς. Με την βοήθεια του ανάλογου ηλεκτρονικού κυκλώματος, δίνεται εντολή στο μοτέρτου AF να κινεί το σύστημα αυτόματης εστίασης του φακού εως ότου η θέση των 2 εικόνων να ταυτιστεί στα 2 CCD. Η διαδικασία μοιάζει με αυτή της χειροκίνητης εστιάσης, μόνο που τώρα την δουλειά την αναλαμβάνουν 2 ηλεκτρονικά ματάκια. Το AF εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό τόσο απο το σώμα και την ποιότητα των ηλεκτρονικών του, όσο και απο την φωτεινότητα του φακού και τις συνθήκες φωτισμού που επικρατούν γενικότερα. Όσο πιο σκοτεινό είναι το θέμα μας, τόσο πιο πολύ θα δυσκολευτεί το σύστημα να εστιάσει γρήγορα και με ακρίβεια (κάποια εταιρία διαφήμιζε οτι το σύστημα της μπορεί να εστιάσει μια μαύρη γάτα, μέσα σε ενα σκοτεινό και μαύρο δωμάτιο). Σημαντικό ρόλο παίζει και το μοτέρ που ενσωματώνει το AF, είτε αυτό είναι στο φακό είτε στο σώμα. Τα συστήματα εστίασης βασίζονται σε ενα πεπερασμένο αριθμό σημείων εστίασης που επιλέγονται πάντα απο το σώμα και οχι απο το φακό. Το σημείο εστίασης μπορεί να επιλεγεί αυτόματα απο την μηχανή ή και να οριστεί απο το χρήστη χειροκίνητα. Σχεδόν όλες οι σύγχρονες, σοβαρές φωτογραφικές μηχανές έχουν το σύστημα AF.

Βάθος εστίασης Υπάρχουν σημεία και στις δυο πλευρές του ακριβούς σημείου εστίασης όπου ένα είδωλο καταγράφεται αποδεκτά καθαρό. Η απόσταση ανάμεσα στα δυο αυτά σημεία ονομάζεται βάθος εστίασης. Εάν σκοπεύσετε στο επίκεντρο ενός φωτεινού αντικειμένου, εκτός εστίασης, το αντικείμενο φαίνεται διασκορπισμένο σε ένα μεγεθυνμένο φωτεινό δίσκο. Καθώς εστιάζετε το μέγεθός του μικραίνει φθάνοντας στο σωστό μέγεθος και καθαρότητα όταν ολοκληρωθεί η εστίαση. Πέρα απ’ αυτό το σημείο, διασκορπίζεται ξανά σ’ ένα θολό φωτεινό δίσκο. Στην πραγματικότητα, το επίκεντρο του αντικειμένου είναι εντός εστίασης όταν η διάμετρός-του είναι ίση με τη διάμετρο του κώνου που σχηματίζεται από το προβαλλόμενο απ’ το φακό φως και φεύγει εκτός εστίασης ξανά όταν η διάμετρος του ξαναγίνει μικρότερη της διαμέτρου του κώνου. Επομένως, όσο πιο κλειστός είναι ο φακός τόσο πιο στενός είναι ο προβαλλόμενος απ’ το φακό κώνος φωτός και κατά συνέπεια αυξάνει και το βάθος εστίασης.

Εστιακές αποστοοεις.

Ο φακός μιας φωτογραφικής μηχανής γενικής χρήοης είναι σχεδιασμένος, να έχει εστιακή απόσταση (το διάστημα μεταξύ του φακού και του εστιακού επιπέδου), περίπου ίση με τη διαγώνιο του αρνητικού η της επιφάνειας του ειδώλου. Φακοί μικρότερης εστιακής απόστασης, ευρυγώνιοι, και φακοί μεγαλύτερης εστιακής απόστασης ή τηλεφακοί, συχνά μπορούν να αντικαταστήσουν το νορμάλ φακό της φωτογραφικής μηχανής. Οι ευρυγώνιοι φακοί προσφέρουν τη δυνατότητα για μια ευρύτερη γωνία ενόρασης και κοντυ τερη εστίαση απ1 ότι ο νορμάλ φακός, ενώ οι τηλεφακοί δίνουν μια μικρότερη γωνία και πιο μακρινή εστίασης. Και οι δυο κατηγορίες έχουν ελαφρώς μεγαλύτερα ανοίγματα φακού από ότι οι νορμάλ. Στον ίδιο αριθμό”(“(διάφραγμα), ο ευ-ρυγώνιος δίνει περισσότερο και ο τηλεφακός λιγότερο βάθος πεδίου, απ1 ότι ο νορμάλ.

Η βασική φωτογραφική μηχανή

Εάν καθίσετε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο -Camera Obscura- το οποίο έχει μια τρύπα απ1 όπου μπορεί να μπει το φως, – ας πούμε από έναν καλοφωτισμένο κήπο μπορείτε να δείτε ένα είδωλο του κήπου να σχηματίζεται στον απέναντι από την τρύπα τοίχο. Σ’ αυτή την αρχή που είναι γνωστή πάνω από χίλια χρόνια, βασίζονται όλες οι πολύπλοκες σημερινές φωτογραφικές μηχανές. Τον 16ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην τρύπα ένας φακός. Η χρήση του έδωσε ένα λαμπερό και καθαρό είδωλο στην οθόνη εστίασης και αυτό χρησιμοποιείτο για αποτύπωση σε χαρτί τοπίων, κτιρίων και νεκρής φύσης. Η φωτογραφική μηχανή έγινε πραγματικότητα τον 19ο αιώνα, μετά την ανακάλυψη καταλλήλων υλικών που ήταν ευαίσθητα στο φως για να καταγράφουν απ’ ευθείας το είδωλο. Επιστρώσεις ευαίσθητες στο φως, τοποθετούνταν πάνω σε γυαλί το οποίο έβαζαν στη θέση της οθόνης εστίασης και μετά την έκθεση στο φως το εμφάνιζαν. Οι μηχανικοί φωτοφράχτες έγιναν τότε απαραίτητοι, για να ελέγχεται ο χρόνος της έκθεσης στο φως. Το 1890 η φωτογραφική μηχανή με φιλμ σε καρούλι του George Eastman, έδωσε τη δυνατότητα της λήψης πολλών φωτογραφιών, με ένα γέμισμα. Από τότε δοκιμάστηκαν χιλιάδες τύποι φωτογραφικών μηχανών, καταλήγοντας στους έξι βασικούς τύπους που περιγράφονται στις επόμενες σελίδες.

Πως λειτουργεί το φιλμ

Η φωτογραφία άρχισε ουσιαστικά με την ανακάλυψη ενός πρακτικά ευαίσθητου στο φως χημικού που καταγράφει το είδωλο που σχηματίζεται μέσα στη φωτογραφική μηχανή. Το χημικό αυτό ήταν και είναι ο μεταλλικός άργυρος. Τα άλατα του αργυρού τα οποία είναι ένα μίγμα αλάτων, όπως βρωμιούχος, ιωδιούχος και χλωριούχος αργυρός, διασπώνται μόλις έρθουν σε επαφή με το φως και σχηματίζουν μικροσκοπικούς κόκκους μαύρου μεταλλικού αργύρου. Χρειάζεται πολύς χρόνος ώστε το φως να διαλύσει αρκετά άλατα και να σχηματισθεί ένα ορατό είδωλο. Στη φωτογραφία όμως, η δημιουργία μερικών τέτοιων σειρών ατόμων αργυρού είναι αρκετή. Αυτές μπορούν μετά να πολλαπλασιαστούν εκατομμύρια φορές, με την εμφάνιση, χρησιμοποιώντας χημικά ικανά να αυξήσουν τον άργυρο στις περιοχές που δέχτηκαν το φως. Επειδή όμως το φως σχηματίζει μαύρο άργυρο, το είδωλο καταγράφεται στο φιλμ με αρνητικούς τόνους. Τα φωτεινά μέρη, μαύρα και οι σκιές, άσπρες. ΓΓ αυτό τα άλατα του αργύρου επιστρώνονται πάνω σε διαφανές φιλμ, έτσι ώστε μετά την εμφάνιση, το φως να μπορεί να περάσει μέσα απ” το αρνητικό και να τυπώσει, πάνω σε ένα χαρτί επιστρωμένο με άλατα αργύρου, ένα ασπρόμαυρο θετικό είδωλο. Βεβαία, υπάρχουν προβλήματα στο να τοποθετηθεί στο φιλμ, ομοιόμορφα και σταθερά μια επίστρωση χημικών κρυστάλλων. Η επίστρωση πρέπει να είναι ομοιόμορφη, αλλοιως το υλικό θα διαφέρει σε ευαισθησία και θα έχει σημάδια. Πρέπει ακόμη, να είναι καλά στερεωμένη πάνω στο φιλμ για να αντέξει στην εμφάνιση, το πλύσιμο και το στέγνωμα, συνάμα δε να επιτρέπει την είσοδο και δράση των χημικών της εμφάνισης. Για να επιτευχθούν αυτά, χρησιμοποιείται ζελατίνη η οποία ανακατωμένη με τα άλατα του αργύρου, σχηματίζει μια ευαίσθητη στο φως επίστρωση. Οι διαφορές αυτές ουσίες της ζελατίνης αυξάνουν την ευαισθησία στο φως, της επίστρωσης, με την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι “ωριμασμένη” – βρασμένη πολλές ώρες κατά την κατασκευή. Η επίστρωση τοποθετείται πάνω σε μια βάση, πλαστική ή σελουλόζης που είναι καλυμμένη από τη μια πλευρά με μια αντιάλω χρώση. Αυτή δίνει στην πλάτη του φιλμ τη μαύρη εκείνη όψη που έχει πριν την εμφάνιση. Η εμφάνιση αφαιρεί αυτήν τη χρώση^αφήνον-τας το φιλμ διαφανές. Η χρώση αυτή εμποδίζει την αντανάκλαση του φωτός από την πλάτη του φιλμ και το σχηματισμό άλω γύρω από τα φωτεινά σημεία.

Κατασκευή του φακού

Ο σύγχρονος φακός φωτογρ. μηχανής είναι κατασκευασμένος από διάφορα ξεχωριστά οπτικά στοιχεία. Αυτά είναι δυο ειδών. Αυτά που είναι χονδρότερα στο κέντρο και συγκεντρώνουν το φως και αυτά που είναι χονδρότερα στις άκρες και προκαλούν την απόκλιση του φωτός. Ένα συγκεντρωτικό στοιχείο χρησιμοποιούμενο μόνο του θα σχηματίσει στο φιλμ ένα είδωλο, κακής όμως ποιότητας με τα άκρα θολά χωρίς χρωματική απόδοση. Αν όμως χρησιμοποιήσουμε ένα συγκεντρωτικό στοιχείο μαζί με ένα στοιχείο απόκλισης φτιαγμένο από διαφορετικό τύπο κρυστάλλου, τα περισσότερα σφάλματα θα διορθωθούν αν και τα δύο αυτά κρύσταλλα εξακολουθούν να σχηματίζουν συγκεντρωτικό φακό. Ο σχεδιαστής του φακού χρησιμοποιεί τα στοιχεία σαν πέτρες στο χτίσιμο, διαφοροποιώντας το μέγεθος, το σχήμα, τον τύπο κρυστάλλου και τις αποστάσεις μεταξύ τους. Στόχος-του είναι να δημιουργήσει ένα σύνθετο φακό με ένα χρήσιμα πλατύ άνοιγμα ικανό, σ’ όλο-του το φάσμα εστίασης, να δίνει είδωλο υψηλής ποιότητας πάνω σ’ ένα συγκεκριμένου μεγέθους φιλμ. Κάνοντας διορθώσεις και προσθέτοντας επί πλέον στοιχεία, αυξάνει το κόστος, μέγεθος και βάρος του φακού και η ελαφρά απορρόφηση και αντανάκλαση φωτός από κάθε ένα στοιχείο μειώνει τελικά την απόδοσή-του. Αυτή όμως η κατάσταση βελτιώνεται συνεχώς με την πρόοδο της τεχνολογίας. Διαφανείς ουσίες γνωστές σαν “επιστρώσεις” τοποθετούνται στην επιφάνεια κάθε στοιχείου και ελαττώνουν την απορρόφηση και αντανάκλαση. Επίσης με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών, σχεδιάζονται νέα σχήματα στοιχείων. Έτσι κάθε φακός φ’ωτογραφικής μηχανής, είναι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες αντικρουόμενες ανάγκες και γενικά, η ποιότητα είναι ανάλογη με την τιμή.

Κατοπτρικός

Οι φακοί εξαιρετικά μεγάλης εστιακής απόστασης – 500 χιλ. και πάνω – είναι τόσο μεγάλοι σε όγκο και βάρος, ώστε να πρέπει να τοποθετηθούν σε τρίποδο. Για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα μερικοί φακοί είναι κατασκευασμένοι με σύστημα κατόπτρων. Δυο κοίλοι καθρέπτες “διπλώνουν” το φωτεινό διάδρομο αντανακλώντας το φως μπρος – πίσω, κάνοντας έτσι το φακό πολύ μικρότερο και επειδή οι καθρέπτες αντικαθιστούν και μερικά στοιχεία, πολύ ελαφρύτερο.

Zoom

Οι φακοί zoom είναι ειδικά σχεδιασμένοι για να έχουν μεταβλητή εστιακή απόσταση. Γυρίζοντας ένα πρόσθετο δαχτυλίδι ρύθμισης, ο φακός αλλάζει διάφορες εστιακές αποστάσεις, μεγεθύνοντας ή μικραίνοντας το μέγεθος του ειδώλου. Ο zoom επομένως δρα σαν ένα εύχρηστο υποκατάστατο μιας σειράς εναλλασσόμενων φακών. Οι φακοί zoom συνήθως καλύπτουν εστιακές αποστάσεις από 100–300 mm ή 70–150 mm ή 35–105 mm. Το μεγαλύτερό-τους διάφραγμα σπάνια είναι μεγαλύτερο από f/3.5 και το κόστος-τους είναι μεγάλο. Φακός fisheye υπερευρυγώνιος Οι περισσότεροι ευρυγώνιοι φακοί είναι “διορθωμένοι” για να καταγράφουν τις κάθετες και οριζόντιες γραμμές του αντικειμένου, σαν κάθετες και οριζόντιες και στο είδωλο. Οι φακοί fisheye, καταγράφουν τις ευθείες γραμμές σαν καμπύλες και δίνουν σ’ όλο το είδωλο μια όψη αντανάκλασης κυρτού κατόπτρου ή ματιού ψαριού. Τυπικοί φακοί fisheye για φωτογραφικές μηχανές 35 mm έχουν εστιακές αποστάσεις από 6 μέχρι 16 mm Μερικοί δίνουν ολοκληρωμένο παραλληλόγραμμο είδωλο και άλλοι ένα στρογγυλό στο κέντρο της εικόνας.

Νορμάλ

Σαν το βασικό στοιχείο μιας σειράς φακών, ο νορμάλ εστιακής απόστασης φακός συχνά προσφέρει το μεγαλύτερο διάφραγμα όπως f/2 ή f/1.8 ή και μεγαλύτερα απ’ ότι οι άλλοι φακοί. Η κατασκευή του είναι κατά κανόνα από 6 ή 8 στοιχεία. Ευρυγώνιος Είναι ένας φακός μικρής εστιακής απόστασης κατασκευασμένος να καλύπτει μια μεγάλη οπτική γωνία. Οι περισσότεροι ευρυγώνιοι φακοί για μονοοπτικές ρε-φλέξ φωτογρ. μηχανές έχουν τώρα κατασκευή “αντιστρεφόμενου τηλεφακού”. Αυτό επιτρέπει στο φακό να εστιάζει στην ίδια με το νορμάλ απόσταση από το φιλμ.

Τηλεφακός

Είναι ένας φακός μακράς εστίασης έχοντας προς την πλευρά της φωτογραφικής μηχανής μερικά στοιχεία απόκλισης. Αυτά έχουν την ικανότητα να κάνουν την απόσταση του ειδώλου από το φακό μικρότερη απ’ ό,τι θα χρειαζόταν η εστιακή απόσταση. Ο τηλεφακός είναι επομένως κοντύτερος απ’ ό,τι ένας φακός απλής κατασκευής της ίδιας εστιακής απόστασης. Και οι δυο όμως δίνουν είδωλο ίδιου μεγέθους. Φακοί μακράς εστίασης Ένας τέτοιος φακός δίνει είδωλο υψηλής ποιότητας καλύπτοντας μια μικρή (στενή) οπτική γωνία. Μακρά εστιακή απόσταση σημαίνει ότι τα κύρια στοιχεία του φακού είναι τοποθετημένα στο μπροστινό μέρος του μακρού κιλίνδρου ώστε να έχουν αρκετή απόσταση από το φιλμ, για να σχηματισθεί ένα καθαρό είδωλο. Αυτοί οι φακοί έχουν μέτρια διαφράγματα, συνήθως f/4.5 ή f/5.6. Οι οπτικές τους διορθώσεις συχνά περιορίζουν την κοντινότερη απόσταση λήψης στα 3 μ. ή περισσότερο.

Πρόσθετα εξαρτήματα

Starburst Αυτό αποτελείται από ένα δίσκο κρυστάλλου με ανάγλυφες, κυρτές ή ίσιες διασταυρούμενες γραμμές. Πηγές έντονου φωτός η δυνατές αντανακλάσεις στο αντικείμενο αναπαράγονται στο είδωλο σαν μικρά ή μεγάλα άστρα. Soft Focus Τοποθετημένο σ’ ένα νορμάλ φακό, το εξάρτημα αυτό, δίνει τα ίδια αποτελέσματα με ένα soft focus φακό. Ο γυάλινος δίσκος του συνήθως έχει ανάγλυφους ομόκεντρους κύκλους και το αποτέλεσμά του είναι να δίνει ένα κάπως θαμπό, ρομαντικής ατμόσφαιρας είδωλο. Όσο μεγαλύτερο το διάφραγμα, τόσο πιο έντονο είναι το αποτέλεσμά του. Φακός μεταβλητής διάχυσης (Diffuser). Αυτός μοιάζει σαν ελασματικός φωτοφραχτης, έχει όμως διαφανή πλαστικά φύλλα τα οποία προβάλλονται ρυθμιζόμενα, μέσα στη γωνία λήψης του φακού. Το αποτέλεσμα είναι ένας σταδιακά αυξανόμενος βαθμός sofUocus και διάχυσης. Τα φύλλα μετακινούνται με ένα μεγάλο αριθμημένο δαχτυλίδι ρύθμισης.

Διαφραγματικός δίσκος Soft focus.

Είναι ένας μεταλλικός δίσκος με μια μεγάλη τρύπα στο κέντρο και πολλές μικρότερες τριγύρω. Οι μικρότερες τρύπες δίνουν μια θαμπή επικάλυψη στο φυσιολογικά καθαρό είδωλο. Χρησιμοποιώντας ένα δίσκο με λιγότερες τρύπες ή μικρότερο διάφραγμα μειώνετε το εφέ. Οι περισσότεροι τέτοιοι δίσκοι προορίζονται για χρήση με φακούς soft focus. Φακός Close up. Είναι ένα πρόσθετο μετατρεπτικό στοιχείο φακού το οποίο όταν τοποθετηθεί μπροστά στο φακό της φωτογρ. μηχανής σας επιτρέπει να εστιάσετε σε κοντινότερη απόσταση.

Μετατροπέας τηλεφακών. (Τελεκονβέρτερ)

Αυτό είναι ένα βοηθητικό σύστημα αποτελούμενο από πολλά στοιχεία φακού, που προορίζεται να τοποθετηθεί μπροστά απ’ το νορμάλ φακό και να του δώσει δυνατότητες τηλεφακού – με χαμηλότερη όμως ποιότητα ειδώλου. Μετατροπέας Fisheye Είναι ένας μεγάλης διαμέτρου βοηθητικός φακός που μετατρέπει ένα νορμάλ σε φακό fisheye. Η ποιότητά-του βέβαια είναι χαμηλότερη από έναν ολοκληρωτικά σχεδιασμένο για Fisheye φακό, είναι όμως χρήσιμος για μερικά εφέ. Bifo. Ένας bifo ή μισός φακός, είναι ένας close up βοηθητικός φακός κομμένος στη μέση, αφήνοντας το άλλο μισό κενό. Σέ μια εικόνα με πολύ διαφορετικά σε αποστάσεις τμήματα, εστιάζοντας το φακό στο φόντο και τοποθετώντας το “μισό φακό” στο μέρος του φακού που βλέπει τα κοντινά τμήματα, έχετε και σ’ αυτά καθαρή εστίαση.

Συμπιεστικός φακός.

Είναι ένας αναμορφωτικός βοηθητικός φακός αποτελούμενος από κυλινδρικά στοιχεία. Όταν τοποθετηθεί μπροστά στο νορμάλ φακό συμπιέζει το είδωλο ελαττώνοντας το μέγεθος του κάθετα, ή οριζόντια χωρίς να επηρεάζει την άλλη διάσταση. Κάτοπτρο ορθής γωνίας Αυτό μοιάζει με φακό. Στήν πραγματικότητα όμως είναι ένας καθρέπτης μέσω του οποίου μπορείτε να τραβήξετε φωτογραφίες αντικειμένων, χωρίς φαινομενικά να τα σκοπεύετε. Ο καθρέπτης “βλέπει” από μια τρύπα στα πλάγια του κυλίνδρου, ενώ μπροστά υπάρχει ένας ψεύτικος φακός για καμουφλάζ.

Πρισματικός φακός.

Είναι ένας γυάλινος δίσκος με επιφάνεια όπως του κατε ργασμένου διαμαντιού, σχεδιασμένος για να δίνει 3, 4, 5 ή 6 φορές το είδωλο στο κέντρο της εικόνας. Προσαρμόζεται σ’ όλους τους φακούς. Φακός Spot Είναι ένας “εκλεκτικός” φακός, έχοντας ένα γενικό σχήμα φακού με ένα επίπεδο γυαλί στο κέντρο. Δεν έχει επίδραση στο κέντρο της εικόνας αλλά οι λεπτομέρειες γίνονται βαθμιαία ανεστίαστες προς τις άκρες. Τα συστατικά του χρώματος Τρεις παράγοντες συντελούν στο να βλέπουμε τα αντικείμενα έγχρωμα. 1). Μια “άσπρη” πηγή φωτός όπως ο ήλιος ή οι λάμπες βολφραμίου. 2). Υλικά τα οποία απορροφώντας μερικές ακτίνες και αντανακλώντας άλλες φαίνονται χρωματιστά. 3). Η ικανότητα του ανθρώπινου ματιού να αντιδρά σε ομάδες ακτινών διαφορετικού μήκους κύματος, ξεχωρίζοντας έτσι τα χρώματα. Το ίδιο φως είναι η πηγή όλων των χρωμάτων. Οι περισσότερες φωτεινές πηγές όπως ο ήλιος, αποτελούνται από πολλά μήκη κύματος. Οταν το φως φθάσει σ’ ένα χρωματιστό υλικό, μόνον τα μήκη κύματος που αντιστοιχούν σ’ αυτό αντανακλούνται ή το διαπερνούν, αν είναι διαφανές. Αυτό είναι εύκολο να αποδειχθεί φωτίζοντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, στο στούντιο και τοποθετώντας ένα σκούρο μπλε φίλτρο στον προβολέα. Το τριαντάφυλλο, αμέσως εμφανίζεται σχεδόν μαύρο, γιατί το φως το οποίο δέχεται, αποτελείται από μήκη κύματος που δεν μπορεί να αντανακλάσει. Ο τρίτος παράγων, το ανθρώπινο μάτι, επιβάλει την δική του επιρροή. Π.χ. οι χρωματικά ευαίσθητοι δέκτες του ματιού αντιδρούν μόνον σε μήκη κύματος μεταξύ 400 και 700 περίπου νανόμετρων. Αυτά είναι τα μπλε και κόκκινα όρια του φωτοφάσματος της όρασης. Μήκη κύματος έξω απ’ αυτήν την κλίμακα, π.χ. υπεριώδες υπέρυθρο φως, δεν προκαλούν καμία αντίδραση στο ανθρώπινο μάτι (μερικά έντομα έχουν δεκτικότητα σ’ αυτές τις ακτινοβολίες). Εκτός από αυτό, η ικανότητα του ανθρώπινου ματιού στο να ξεχωρίζει χρώματα, εξαρτιέται και από την ποσότητα του φωτισμού. Τα χρώματα πάντα φαίνονται πιο λαμπερά κάτω από δυνατό φως και καθώς αυτό λιγοστεύει, ξεθωριάζουν μέχρις ότου, σταδιακά φαίνονται σαν τόνοι του γκρι.

Διαχωρισμός του φωτός.

Αυτό που ονομάζουμε “άσπρο” φως είναι στην πραγματικότητα ένα μίγμα από χρώματα με διαφορετικά μήκη κύματος. Περνώντας μια δέσμη ακτινών ηλιακού φωτός μέσα από ένα γυάλινο πρίσμα, είναι δυνατό να διαχωρίσουμε τα χρώματα που αποτελούν το φως, γιατί τα βραχέα μήκη κύματος διαθλώνται ισχυρότερα από τα μακρά. Έτσι η δέσμη των φωτεινών ακτινών χωρίζεται σε λωρίδες αναγνωρίσιμων χρωμάτων – το φωτοφάσμα της όρασης -τα οποία αρχίζουν από βαθύ μπλε μέχρι το βαθύ κόκκινο. Εάν η δέσμη περάσει μέσα από ένα δεύτερο πρίσμα, τα χρώματα ενώνονται ξανά σχηματίζοντας “άσπρο” φως. Αν κάποιο χρώμα εμποδιστεί να περάσει και από το δεύτερο πρίσμα το ξανα-σχηματιζόμενο φως είναι ημιτελές για να εμφανισθεί “άσπρο” και γι’ αυτό έχει κάποιο χρωματικό τόνο, ο οποίος είναι συμπληρωματικός ή αντίθετος με το χρώμα που αφαιρέθηκε. Προσθετικός και αφαιρετικός σχηματισμός χρωμάτων. Μπορείτε να παράγετε χρώματα, προσθέτοντας ή αφαιρώντας διάφορα μήκη κύματος φωτός. Μια απλή μίξη όλων των μηκών κύματος της όρασης παράγει “άσπρο” φως. Μπορείτε να πάρετε μόνον τρία χρώματα του φωτοφάσματος · μπλε, πράσινο, κόκκινο -και αναμειγνύοντας σε διαφορετικές αναλογίες να δημιουργήσετε όλα τα άλλα χρώματα του φάσματος. Αυτό είναι σημαντικό γιατί σημαίνει ότι τα έγχρωμα φιλμς χρειάζονται να έχουν επιστρώσεις με τα τρία αυτά βασικά χρώματα για να είναι ικανά να καταγράψουν είδωλα όλων των χρωμάτων. Όπως όμως, όλα τα χρώματα δημιουργούνται με τη μίξη των τριών βασικών, έτσι μπορείτε να αρχίσετε με “άσπρο” φως και να αφαιρείτε διάφορα χρώματα. Π.χ. για να αφαιρέσετε το μπλε, τοποθετήστε ένα κίτρινο φίλτρο μπροστά από τη φωτεινή δέσμη. Αυτό αφήνει να περάσουν μόνον το πράσινο και το κόκκινο. Για να αφαιρέσετε το πράσινο τοποθετήστε ένα ροζ (ματζέντα) φίλτρο και τέλος για να αφαιρέσετε το κόκκινο, τοποθετήστε ένα μπλε – πράσινο (cyan) φίλτρο. Το κίτρινο, η ματζέντα και το cyan , είναι συμπληρωματικά χρώματα του μπλε, πράσινου και κόκκινου, αντίστοιχα. Αυτή η σχέση μεταξύ των χρωμάτων είναι σημαντική για να καταλάβετε τις αρχές της έγχρωμης εκτύπωσης.

Μήκη κύματος του φωτοφάσματος.

Το ορατό φως είναι ένα μικρό τμήμα από το εξαιρετικά πλατύ ηλεκτρομα γνητικό φάσμα, το οποίο περιλαμβάνει τα πάντα μεταξύ των ραδιοκυμάτων και των ακτινών γάμμα. Όλες αυτές οι ακτινοβολούμενες μορφές ενέργειας, διαφέρουν σε μήκος κύματος και αυτό τους δίνει διαφορετικές ιδιότητες. Τα μήκη κύματος στα οποία είναι ευαίσθητο το μάτι καλύπτουν την κλίμακα μεταξύ των 400 και 700 νανόμετρων. Τα κοινά έγχρωμα φιλμς και τα παγχρωματικά ασπρόμαυρα, αντιδρούν σε περίπου 350 μέχρι 700 νανόμετρα. Έχουν δηλαδή μια μικρή ευαισθησία και στο υπεριώδες. Ένα νανόμετρο είναι ένα εκατομμυριοστό του χιλιοστού.

Φακοί ειδικής χρήσης

Οι φακοί σχεδιάζονται για να δίνουν μια συγκεκριμένη ποιότητα ειδώλου κάτω από ορισμένες πραγματικές συνθήκες. Οι κοινοί φακοί είναι κατασκευασμένοι για να έχουν καλύτερη απόδοση όταν το αντικείμενο βρίσκεται αρκετές “εστιακές αποστάσεις” μακρυά, είναι καλά φωτισμένο και ο χώρος είναι γεμάτος αέρα. Είναι όμως εξ ίσου δυνατό να κατασκευασθούν φακοί για ειδικές συνθήκες εργασίας. Οι φακοί UV είναι διορθωμένοι σε ότι αφορά το υπεριώδες φως. Τέτοιοι φακοί προορίζονται για επιστημονική δουλειά, όπου συχνά χρησιμοποιείται τέτοιος φωτισμός. Η κατασκευή του φακού soft focus (μαλακής εστίασης) προκαλεί προμελετημένα το σφάλμα, της “σφαιρικής εκτροπής”. Αυτό δίνει άλω στα φωτεινά μέρη και μια γενική απαλό-τητα του περιγράμματος. Ο έλεγχος γίνεται με το κλείσιμο του διαφράγματος.

Φακοί Macro

Οι φακοί macro είναι περισσότερο διορθωμένοι, για αντικείμενα πολύ κοντά στο φακό. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και για μακρινά αντικείμενα, η καθαρότητά τους όμως θα είναι λιγότερη από ότι ενός φακού γενικής χρήσης.

Φωτόμετρα χεριού.

Για να καταγράψετε το είδωλο με ακρίβεια, το φωτογραφικό φιλμ πρέπει να δεχτεί τη σωστή ποσότητα φωτός. Το μάτι δε μπορεί να μετρήσει με ακρίβεια τη φωτεινότητα ενός αντικειμένου και παρά το ότι οι κατασκευαστές φιλμ εσωκλείουν ένα χαρτί με τυπικές ρυθμίσεις, για τη φωτογρ. μηχανή αυτά ισχύουν μόνο σε μερικές περιπτώσεις εξωτερικών λήψεων. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο, κάποιου είδους φωτόμετρο, σε κάθε σοβαρό φωτογράφο. Όλα τα φωτόμετρα λειτουργούν μετατρέποντας το φως σε ηλεκτρική ενέργεια, η οποία μπορεί να μετρηθεί πάνω σε μια κλίμακα και να μετατραπεί σε συνδυασμούς ταχυτήτων και διαφραγμάτων, σε σχέση πάντα με την ευαισθησία (ASA) του φιλμ. Το ανεξάρτητο φωτόμετρο, σχεδιασμένο να κρατιέται στο χέρι, λειτουργεί με ένα κύτταρο, ευαίσθητο στο φως, το οποίο είναι τοποθετημένο πίσω από ένα “παράθυρο”. Το κύτταρο αυτό σκοπεύει προς το αντικείμενο. Το φωτόμετρό-σας μπορεί να λειτουργεί με κύτταρο σεληνίου το οποίο παράγει μια ελαχίστη τάση ηλεκτρισμού η οποία μετριέται σε ένα γαλβανόμετρο. Φωτόμετρα πρόσφατα κατασκευασμένα χρησιμοποιούν κάδμιο ή πυρίτιο, το οποίο είναι “φωτοαντίσταση”. Αυτό σημαίνει ότι η ηλεκτρική-του αντίσταση μεταβάλεται ανάλογα με το φως που δέχεται. Αυτού του είδους τα φωτόμετρα είναι πιο ευαίσθητα, αλλά λειτουργούν μόνο όταν μια μπαταρία μπει στο κύκλωμα του κυττάρου και του γαλβανόμετρου. Και οι δυο αυτοί τύποι φωτόμετρου είναι σχεδιασμένοι για να μετρούν φως, μέσα στην ίδια περίπου οπτική γωνία με ένα νορμάλ φακό. Ένα βοηθητικό κάλυμμα διάχυσης τοποθετείται μπροστά στο κύτταρο, όταν θέλετε να φωτομετρήσετε την πηγή του φωτός αντί για το αντικείμενο. Για να υπολογίσετε την έκθεση σας, πρώτα ρυθμίζετε ένα δίσκο στο έξω μέρος του φωτόμετρου, στα ASA του φιλμ-σας. Στα περισσότερα φωτόμετρα η ποσότητα του φωτός σημειώνεται με έναν αριθμό. Τοποθετώντας-τον απέναντι σε ένα βέλος ο δίσκος αυτόματα δείχνει τους συνδυασμούς ταχύτητας και διαφράγματος που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για μια σωστή λήψη. Μερικά άλλα φωτόμετρα έχουν δυο φωτεινά σήματα, τα οποία καθώς φωτομετράτε, ανάβουν και τα δυο μαζί για να σας δείχνουν τη σωστή λήψη. Άλλα έχουν δυο βελόνες. Το γαλβανόμετρο έτσι δε χρειάζεται κλίμακα αριθμών γυρίζετε απλώς τον επιλογέα μέχρι η μια βελόνα να συμπέσει με την άλλη.

Υπολογίζοντας την εκφώτιση.

Κάθε ηλεκτρονικό φλας έχει ένα δίσκο υπολογισμών, που σας επιτρέπει να βρίσκετε το σωστό διάφραγμα για την κάθε απόσταση, δεξιά. Αν μπορείτε να αγοράσετε ένα φλασόμετρο, είναι φυσικά καλύτερα. Αυτό, ρυθμίζεται πρώτα με τα ASA του φιλμ και τοποθετείται δίπλα στο αντικείμενο σκοπεύοντας το φλας. Δίνοντας μια δοκιμαστική λάμψη η βελόνα του φλασόμετρου κινείται σε κάποιο αριθμό, οποίος όταν τοποθετηθεί σε ένα δίσκο υπολογισμών, σας δείχνει το σωστό διάφραγμα. Τα αυτόματα φλας έχουν ενσωματωμένο φωτοκύτταρο που σκοπεύει προ το αντικείμενο. Ρυθμίζετε τα ASA σε έναν επιλογέα στην πλάτη του φλας και χρησιμοποιείτε τον αριθμό “f” που σας προτείνει. Τα φλας αυτορυθμίζεται, δίνοντας σύντομη λάμψη για κοντινά φωτεινά αντικείμενα ή μεγαλύτερη λάμψη για αντικείμενα μακρινά και σκοτεινότερα.

Φίλτρα έγχρωμης διόρθωσης

Τα διορθωτικά φίλτρα, κάτω, είναι ιδιαίτερα χρήσιμα όταν χρησιμοποιώντας ένα συγκεκριμένο τύπο έγχρωμου φιλμ που είναι ισσορο-πημένο για έναν τύπο φωτισμού, θέλετε να πραγματοποιήσετε μια λήψη κάτω από συνθήκες διαφορετικού τύπου φωτισμού. Για παράδειγμα μπορεί να έχετε στη φωτογραφική μηχανή έγχρωμο φιλμ τύπου Β αλλά θέλετε να πάρετε μερικές φωτογραφίες με φως ημέρας. Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιήστε ένα πορτοκαλί φίλτρο (No 85 Β) μπροστά απ’ το φακό, Παρόμοια ένα μπλε φίλτρο (No 80 Α) διορθώνει το φιλμ φωτός ημέρας για χρήση με λάμπες στούντιο 3200 Kelvin. Σε όλες τις περιπτώσεις, η χρήση του φίλτρου μειώνει τη λαμπρότητα της εικόνας κι’ έτσι θα πρέπει να δώσετε επιπλέον εκφώτιση – τυπικά με 1/2 με 1 1/2 στοπ, ανάλογα με το φίλτρο που χρησιμοποιείται. Φυσικά, αν έχετε ένα φωτόμετρο δια μέσου του φακού αυτό αυτόματα παίρνει υπ’ όψη του την αύξηση γιατί φωτομετράει μέσα απ’ το φίλτρο. Να θυμάστε ότι δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ένα διορθωτικό φίλτρο μετά την εκφώτιση. π.χ. βάζοντας το μαζί με μια έγχρωμη διαφάνεια, γιατί αυτό δίνει σαν αποτέλεσμα χρωματισμένα φωτεινά μέρη. Μερικές φορές πρέπει να πάρετε έγχρωμες φωτογραφίες με ανάμικτο φωτισμό, όπως ένα εσωτερικό που φωτίζεται από φως ημέρας με συμπληρωματικές λάμπες βολφράμιου. Αν το ανάμικτο χρώμα δεν είναι ικανοποιητικό μπορείτε να φιλτράρετε μια από τις φωτεινές πηγές ώστε να ταιριάζει με την άλλη. Για το σκοπό αυτό υπάρχουν μεγάλα φύλλα πορτοκαλί και μπλε πλαστικών φίλτρων. Στην περίπτωση που περιγράφεται πάνω θα μπορούσατε να χρησιμοποιήσετε μπλε φίλτρα μπροστά απ’ τις λάμπες και να τραβήξετε με έγχρωμο φιλμ φωτός ημέρας.

Χρησιμοποιώντας φλας

Η πιο εμφανής διαφορά του φλας με τα άλλα είδη φωτογραφικού φωτισμού, είναι η σύντομη διάρκειά-του. Πως μπορείτε να ελέγξετε τι πρόκειται να γίνει, όταν η λάμψη·του διαρκεί 1/1000 του δευτ. ή λιγότερο; Η πείρα με φωτιστικά στούντιο και φυσικό φωτισμό, είναι πολύ χρήσιμη, γιατί και με το φλας, ισχύουν οι ίδιες αρχές της ποιότητας, κατεύθυνσης και ισορροπίας του φωτός. Υπάρχουν μερικά πρακτικά σημεία που πρέπει να θυμάστε, αν χρησιμοποιήσετε φλας για πρώτη φορά.

Συχρονισμός.

Ο φωτοφράχτης πρέπει να ανοίξει εντελώς τη στιγμή που το φλας παράγει τη λάμψη του. Οι περισσότερες φωτογραφικές μηχανές με φωτοφράχτη εστιακού επιπέδου, πρέπει να ρυθμίζονται στο 1/60 δευτ. ή λιγότερο, αλλά στην πραγματικότητα η ταχύτητα του φωτοφράχτη, μπορεί να είναι ίδια με τη διάρκεια λάμψης του φλας. Αυτή θεωρητικά, είναι 1/500 δευτ. για τα ηλεκτρονικά και 1/60 δευτ. με τις λάμπες. Με τα ηλεκτρονικά, βέβαια δεν έχετε το πρόβλημα, μήπως κουνηθεί η φωτογραφική μηχανή ή το αντικείμενο. Με όλα τα φλας, η σωστή εκφώτιση, καθορίζεται από τη ρύθμιση του διαφράγματος.

Υπολογίζοντας την εκφώτιση.

Η εκφώτιση εξαρτιέται από την απόσταση του αντικειμένου από το φλας και από το σκούρο ή ανοιχτό τόνο του. Για συνηθισμένα αντικείμενα είναι αρκετή μια κλίμακα αριθμών “f” για τις διάφορες αποστάσεις. Επίσης μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ένα αυτόματο, αυτορυθμιζόμενο φλας ή να υπολογίσετε τις ρυθμίσεις με ένα φλασόμετρο.

Ποιότητα φωτισμού.

Τα περισσότερα φλας χρησιμοποιούν μια μικρή λάμπα ή σωλήνα, σαν φωτιστική πηγή, με ένα ανακλαστήρα, από πίσω. Χρησιμοποιούμενο κατ’ ευθείαν, το φως του φλας είναι σκληρό, όπως ενός σποτ. Αντανακλώντας το όμως από μια άσπρη επιφάνεια, έχετε μαλακό, ομοιόμορφο φωτισμό. Αυτά θα τα βρούμε σε studios υπό μορφή ομπρέλας η soft box.

--

--

Yiannis Banakos
Just A Photo

Social Media, Tech, Internet, Games, iLife and… Fashion? Enjoy Cybercitizens.