Είναι εφικτή μια νέα εκβιομηχάνιση; Μέρος 1ο

Nikos Anagnostou
metablogging.gr
Published in
8 min readMay 3, 2020

Τους τελευταίους δύο μήνες λέχτηκαν και γράφτηκαν πολλά για την ανάγκη της επιστροφής της παραγωγής στη χώρα (ή στη Δύση, ανάλογα με ποιό πρίσμα γινόταν η συζήτηση). Για να καταλάβουμε όμως καλύτερα για τι πράγμα μιλάμε και κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό για την Ελλάδα, και με ποιούς όρους, πρέπει να έχουμε μια καλύτερη εικόνα για το τι σημαίνει παραγωγή κι ειδικά βιομηχανία.

Είδη βιομηχανικής δραστηριότητας

Μια βιομηχανική δραστηριότητα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σαν Discrete manufacturing ή σαν Process manufacturing (δεν ξέρω τους ελληνικούς όρους. Αν τους γνωρίζει κάποιος, ας αφήσει ένα σχόλιο).

Μιλάμε για discrete manufacturing όταν το παραγώμενο είναι κάτι διακριτό κι εύκολα αναγνωρίσιμο. Π.χ. ένα αυτοκίνητο. Η παραγωγή μετράται σε μονάδες προϊόντος (τόσα αυτοκίνητα).

Μιλάμε για process manufacturing όταν το παραγώμενο είναι αδιαφοροποίητο, δεν μπορείς ν’ αναγνωρίσεις τεμάχιο. Π.χ. πετρέλαιο. Είναι σα ν’ αφήνεις μια βρύση ανοιχτή να τρέχει. Η παραγωγή μετράται συνήθως χρησιμοποιόντας κάποια φυσική διάσταση όπως βάρος, όγκο, μήκος.

Έχοντας κατά νου την παραπάνω διάκριση, εύκολα μπορεί κανείς να κατατάξει τις περισσότερες παραγωγικές δραστηριότητες σε μια από τις δύο κατηγορίες.

Discrete manufacturing:

  • Αυτοκινητοβιομηχανία
  • Ηλεκτρονικά (τηλεοράσεις, τηλέφωνα, υπολογιστές κλπ)
  • Αεροδιαστημική
  • Μηχανές παντώς είδους

κλπ

Process manufacturing:

  • Πετρελαιοειδή
  • Φαρμακοβιομηχανία
  • Ποτά και Τρόφιμα
  • Υφαντουργία

κλπ

Ιστορία κι ελληνική βιομηχανία

Για την ιστορία του πράγματος, η πρώτη βιομηχανική δραστηριότητα, που ξεκίνησε στην Μεγ. Βρετανία στα τέλη του 18ου αιώνα, ήταν process manufacturing: υφαντουργία.

Η Ελλάδα, στην περίοδο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο και τον εμφύλιο και μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του ’70, περίοδο κατά την οποία η οικονομία της γνώριζε έναν από τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης παγκοσμίως, έκανε μεγάλα άλματα εκβιομηχάνισης, κυρίως του δεύτερου τύπου.

Τσιμεντάδικα, χαλυβουργίες, διυλιστήρια, κλωστήρια κι υφαντήρια, πλαστικά, τρόφιμα είναι οι πιο γνωστές δραστηριότητες (όλες process). Αλλά και μερικές discrete, ξεχασμένες πια, σε λευκές ηλεκτρικές συσκευές, όπως το μεγάλο brand της εποχής, η Ιζόλα. Ή η Πίτσος που εξαγοράστηκε από τη Siemens.

Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, η ελληνική βιομηχανία γνωρίζει μαρασμό. Το άνοιγμα της αγοράς, τα σοσιαλιστικά πειράματα της περιόδου, η ανικανότητα αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πακέτων στήριξης, είναι μερικοί από τους λόγους.

Παραδοσιακές μονάδες όπως η Χαλυβουργική, κλείνουν, άλλες κρατικοποιούνται (ΠΥΡΚΑΛ), κι άλλες εξαγοράζονται. Οι κλάδοι στους οποίους συνεχίζει να υπάρχει ανάπτυξη κι επιτυχία είναι τα τρόφιμα, και, δευτερευόντως τα φάρμακα.

Προϋποθέσεις εκβιομηχάνισης

Η βιομηχανική δραστηριότητα που είναι κατά τεκμήριο πιο πολύπλοκη και δύσκολη είναι το discrete manufacturing. Τα προϊόντα είναι σύνθετα κι έχουν πολλά στάδια μέχρι να δημιουργηθεί το τελικό προϊόν. Τα μοντέλα αλλάζουν συχνά κι εξελίσονται. Αλλά, κυρίως, είναι μεγάλη η δυσκολία στη συγκέντρωση των πρώτων υλών. Απαιτούνται πολλές συμφωνίες, διατήρηση στοκ σε κάποια υλικά (άρα δέσμευση χώρου και κεφαλαίου), συντονισμό στις παραλαβές, κι επένδυση σε επικοινωνίες και προηγμένες μορφές διοίκησης.

Για την παραγωγή ενός αεροπλάνου, τα κομμάτια του “παζλ” που πρέπει να συναρμοστούν ανέρχονται σε εκατομύρια. Και γι αυτό οι χώρες που έχουν αναπτύξει με επιτυχία μεγάλης κλίμακας βιομηχανική παραγωγή είναι και χώρες με μια ιστορία στην οργάνωση και, τολμώ να πω, στη στρατιωτική πειθαρχία: Γερμανία, Ιαπωνία, Κίνα, ΗΠΑ, Ν. Κορέα.

Πιο αναλυτικά οι προϋποθέσεις είναι οι εξής:

  1. Η βάση της εκβιομηχάνισης είναι η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος. Η επιστημονική πρόοδος οδήγησε στην τεχνολογική που με τη σειρά της δημιούργησε τα μηχανήματα για μαζική παραγωγή. Σημείο καμπής ήταν η δημιουργία της ατμομηχανής που αποτέλεσε για πάνω από ένα αιώνα τον πυρήνα του βιομηχανικού εξοπλισμού. Οι χώρες που βρίσκονται στην αιχμή της βιομηχανίας, επενδύουν στην εκπαίδευση και την καινοτομία, όχι σαν κάτι που είναι καλό να έχεις, αλλά σα ζήτημα ζωής ή θανάτου. Γνωρίζουν καλά ότι απώλεια θέσεων στην κλίμακα της γνώσης, σημαίνει αυτόματα απώλεια αγορών, χρήματος και δύναμης.
  2. Το δεύτερο προαπαιτούμενο είναι η συγκέντρωση κεφαλαίου. Γιατί, ενώ, ας πούμε, η αγροτική δραστηριότητα έχει κύκλο κεφαλαίου που κρατάει ένα έτος (αγορά σπόρων, σπορά, καλλιέργεια, συλλογή, πώληση κι άρα επιστροφή δαπανηθέντος κεφαλαίου με το όποιο κέρδος) στη βιομηχανία, αναλόγως δραστηριότητας, το ξεκίνημα απαιτεί διάστημα μεγαλύτερο του έτους, τα κεφάλαια που επενδύονται σε κτίρια και μηχανήματα αποσβένονται σε ορίζοντα πολλών ετών, και, συνεπώς, το να ξεκινήσεις και μόνο είναι πολύ πιο δύσκολο από άλλες οικονομικές δραστηριότες.
  3. Επίσης, σημαντικό, για το ξεκίνημα της εκβιομηχάνισης, είναι η ύπαρξη επαρκούς εργατικού δυναμικού. Αναλόγως της δραστηριότητας, τα επιθυμητά χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού είναι το πόσο φτηνό και το πόσο εκπαιδευμένο είναι. Στο φτηνό εργατικό δυναμικό πάτησαν όλες οι χώρες της Άπω Ανατολής στην αρχή. Αλλά και γενικά όλη η βιομηχανική επανάσταση στα πρώτα της βήματα. Στην παρούσα φάση, το πλεονέκτημα αυτό το έχουν μόνο χώρες του τρίτου κόσμου. Για μια χώρα σα τη δική μας, το εργατικό κόστος, παρότι χαμηλότερο από άλλες δυτικές χώρες, δεν είναι ανταγωνιστικό.
  4. Ακόμα πιο σημαντικό: για να έχεις δυνατότητες ανάπτυξης βιομηχανίας προς οποιοδήποτε κλάδο ΚΑΙ να παραμένεις ανταγωνιστικός, πρέπει να έχει έλεγχο και στην παραγωγή των μηχανών που φτιάχνουν μηχανές. Δηλαδή, να έχεις βιομηχανία που έχει πελάτες τη βιομηχανία και που την τροφοδοτεί μ’ όλο τον εξοπλισμό που χρειάζεται για την παραγωγή. Και, βέβαια, αυτή η κρίσιμη δραστηριότητα είναι discrete manufacturing. Και οι αντίστοιχοι παραγωγοί είναι συγκεντρωμένοι σε με ντουζίνα χωρών.
  5. Τέλος, πρέπει να έχεις πρόσβαση σε πρώτες ύλες και άφθονη και φτηνή ενέργεια. Κι εδώ η Ελλάδα είναι πίσω. Έχει ακριβή ηλεκτρική ενέργεια και μεγάλο ποσοστό της βασίζεται σε εισαγωγή (είτε απευθείας ηλεκτρικής ενέργειας, είτε αερίου και πετρελαίου για την παραγωγή της).

Πέραν των άμεσων παραγόντων, σημαντικοί είναι κι οι έμμεσοι, όπως ύπαρξη υποδομών (για τις ανάγκες της μεταφοράς των προϊόντων), το θεσμικό πλαίσιο, πολιτικές κινήτρων, εγγύτητα παραγωγών και προμηθευτών τους, κι άλλα.

Συνοψίζοντας τους παράγοντες, έχουμε:

  • Γνώση και τεχνογνωσία
  • Επαρκές κεφάλαιο
  • Εργατικό δυναμικό
  • Διάρθρωση βιομηχανίας
  • Πρώτες ύλες κι Ενέργεια

Από τους πέντε παράγοντες, οι δύο σχετικά πιο εύκολα “θεραπεύσιμοι” είναι ο πρώτος (γνώση και τεχνογνωσία) κι ο πέμπτος (ενέργεια). Κι αυτό γιατί υπάρχει το κατάλληλο δυναμικό όπως φαίνεται από εργαστηριακές κι ερευνητικές δραστηριότητες των Πανεπιστημίων, που άπτονται τεχνολογιών αιχμής και κατορθώνουν να δημιουργήσουν είτε μικρές καινοτόμες εταιρείες, είτε πρότυπα προϊόντων. Κι υπάρχει επίσης το μεγάλο δυναμικό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που ακόμα παραμένει υποαξιοποιημένο. Παραδείγματα που απδεικνύουν την ύπαρξη κατάλληλου επιστημονικού και τεχνολογικού δυναμικού είναι το cluster των εταιρειών μικροηλεκτρονικής, και η παραγωγή Drone και πρωτοτύπων ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Κεφάλαια διαθέσιμα να επενδυθούν στη βιομηχανία, δεν υπάρχουν αρκετά. Οι κεφαλαιούχοι, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, προτιμούν να επενδύουν εκεί που υπάρχει υπόσχεση γρήγορου κέρδους κι επιστροφής του κεφαλαίου. Κι αυτοί που έχουν διάθεση να επενδύσουν στη βιομηχανία, δεν έχουν επαρκή κεφάλαια.

Επιπλέον, δεν υπάρχουν πια οι οργανισμοί του παρελθόντος που ήταν επιφορτισμένοι με τη χρηματοδότηση βιομηχανικών δραστηριοτήτων: οι βιομηχανικές τράπεζες. Κι από τα σύγχρονα επενδυτικά σχήματα (Private Equity, Venture Capital) δεν υπάρχει διάθεση για επένδυση σε αντικείμενα που έχουν αργή και σχετικά μικρή απόδοση.

Αναζητώντας μοντέλο ανάπτυξης

Α. Χώρες Πρότυπα

Μέχρι στιγμής τα πράγματα μοιάζουν δυσοίωνα για την Ελλάδα. Αν θέλουμε να επιμείνουμε σ’ αυτό το στόχο, πρέπει να ψάξουμε για ανάλογα επιτυχή παραδείγματα, να δούμε τι μπορούμε να μάθουμε και τι να προσαρμόσουμε στις δικές μας συνθήκες.

Η βιομηχανική επανάσταση άρχισε στην Ευρώπη κι επεκτάθηκε στις ΗΠΑ, κι αργότερα στον υπόλοιπο κόσμο. Οι χώρες της πρώτης βιομηχανικής εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ) δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν παράδειγμα για το πως φτιάχνεις βιομηχανία. Οι συνθήκες που συνήργησαν ήταν μοναδικές και δεν επαναλαμβάνονται, ούτε καν προσομοιώνονται. Αν θέλουμε ν’ αναζητήσουμε παραδείγματα κατάλληλα να χρησιμεύσουν σαν πρότυπα σε μας, πρέπει να στραφούμε αλλού.

Αλλά και το μοντέλο των χωρών της Άπω Ανατολής δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο μίμησης. Η εκβιομηχάνιση στην Άπω Ανατολή ήταν μια top down διαδικασία που βασίστηκε στα χαμηλά εργατικά, στον προστατευτισμό, στις αιματηρές οικονομίες για δημιουργία κεφαλαίου που θα μπορούσε να επενδυθεί σε βιομηχανικές δραστηριότητες, και, τουλάχιστον στην περίπτωση της Κίνας, στην εισροή άφθονου κεφαλαίου και τεχνογνωσίας από το Δύση, με τη μορφή άμεσων επενδύσεων.

Αν πρέπει ν’ αναζητήσουμε πρότυπα, αυτά θα πρέπει να προέρχονται από μικρές χώρες, χωρίς αποικιοκρατικό παρελθόν (που βοήθησε στη συγκέντρωση κεφαλαίου), και με ανάλογη κοινωνική δομή με τη δική μας, κι ανάλογες ιδιαιτερότητες. Χώρες μικρές με βιομηχανία είναι όλες οι Σκανδιναυϊκές, η Ολλανδία, η Ελβετία και το Ισραήλ.

Οι Σκανδιναυϊκές χώρες έχουν γεωπολιτικές ομοιότητες με την Ελλάδα καθώς αντιμετωπίζουν το συνεχές φόβητρο της Ρωσίας, όπως εμείς της Τουρκίας, αλλά σαν κοινωνίες είναι πολύ διαφορετικές από μας.

Η Ολλανδία με το μεγάλο αποικιοκρατικό παρελθόν της, και την εγγύτητα της στις ιστορικές βιομηχανικές δυνάμεις δεν είναι πρόσφορη για μίμηση.

Η Ελβετία, επίσης, αποτελεί ένα παγκόσμιο outlier, λόγω ιστορίας και θέσης και δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα εφικτό ως πρότυπο ανάπτυξης.

Μόνο το Ισραήλ έχει πολλές ομοιότητες με την Ελλάδα. Στη σύντομη του ιστορία, το Ισραήλ επένδυσε αρχικά σε δραστηριότητες που αποσκοπούσαν να θρέψουν τον πληθυσμό του κι έτσι έκανε άλματα στη αγροτεχνολογία. Ύστερα, επένδυσε, σχεδόν αποκλειστικά, στην Άμυνα. Οι περισσότερες δραστηριότητες για τις οποίες θεωρείται σήμερα επιτυχημένο το Ισραήλ (ηλεκτρονικά, πληροφορική, επικοινωνίες, κλπ) είναι απότοκες αυτές της αρχικής επένδυσης στην Άμυνα. Είναι το spil over effect.

Η Ελλάδα, τη δεκαετία του ’70 ξεκίνησε μια πορεία που έμοιαζε πολύ με του Ισραήλ. Με κρατική πρωτοβουλία, δημιούργησε αμυντικές μονάδας με σκοπό να καλύψει αφενός τις δικές της ανάγκες, αφετέρου να επιδιώξει και κέρδη από εξαγωγές. Το crown jewel ήταν η ΕΑΒ, την οποία όντας φοιτητής έτυχε να επισκεφτώ στις αρχές του ’80, και να εντυπωσιαστώ από το φρέσκο, αμερικάνικής δομής και λογικής βιομηχανικό συγκρότημα. Ακολουθούσε η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (σημερινή ΕΑΣ) που έφτιαχνε τα τυφέκια G3, κι η βιομηχανία οχημάτων με τα διαβόητα Stayer που έτυχε να γνωρίσω εκ των ένδον, σα φαντάρος.

Μέσα απ’ αυτές τις μονάδες, η Ελλάδα επιδίωξε να δημιουργήσει δική της τεχνολογία. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι το drone Πήγασος (που χρειάστηκε 30 χρόνια να φτάσει στην παραγωγή), το αντιαεροπορικό πυροβόλο Άρτεμις, το τεθωρακισμένο Λεωνίδας. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν κι οι κατασκευές πολεμικών σκαφών στα ελληνικά ναυπηγεία.

Η συνέχεια βέβαια ήταν γεμάτη απογοητεύσεις. Η κρατική αμυντική βιομηχανία είναι υπερχρεωμένη, δεν παράγει τίποτα νέο, κι ο ορίζοντας ζωής της μοιάζει πολύ περιορισμένος.

Β. Οικονομική πολυπλοκότητα

Πέραν των χωρών προτύπων, ένας άλλος τρόπος για να δει κανείς το προς τα που πρέπει να κατευθυνθεί, είναι η ανάλυση της οικονομικης πολυπλοκότητας. Είναι μια ολόκληρη θεωρία οικονομικής ανάπτυξης που καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις και συμπεράσματα για κάθε χώρα, ανάλογα με το που στέκεται αυτή τη στιγμή. Πολύ συνοπτικά, η πρόταση για την Ελλάδα είναι να κινηθεί επιλεκτικά στο ν’ αφαιρέσει τα εμπόδια για την ανάπτυξη της υπάρχουσας βιομηχανίας και να κάνει μεταπηδήσεις σε συγγενείς κλάδους.

Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε τους κλάδους που δραστηριοποιείται η χώρα (τα έγχρωμα), και όλους όσοι υπάρχουν (τα γκρι).

Τα γκρίζα είναι όλα τα προϊόντα, τα έγχρωμα αυτά που φτιάχνει η Ελλάδα. Για περαιτέρω διερεύνηση δείτε https://atlas.cid.harvard.edu/countries/90/paths

Η ακρίβεια του διαγράμματος είναι ελέγξιμη γιατί στηρίζεται στην ανάλυση του εξωτερικού εμπορίου που μπορεί να υποαντιπροσωπεύει την παραγωγή, μπορεί όμως και να την υπερβάλει αν δεν έχουν εξαλοιφθεί οι εξαγωγές βιομηχανικών (κινέζικων κυρίως) προϊόντων που μπαίνουν στη χώρα από τα λιμάνι του Πειραιά, εκτελωνίζονται και μετά επανεξάγονται εντός ΕΕ, χωρίς δασμούς.

Αυτή η προσέγγιση σημαίνει πρακτικά να παραμείνουμε στα γνωστά: τρόφιμα, φάρμακα, πετρελαιοειδή, υφάσματα, πράγμα που δε διασφαλίζει κανένα σημαντικό μελλοντικό πλεονέκτημα. Βέβαια, αν η υπάρχουσα βιομηχανία αρχίζει να στηρίζεται σε επίσης εγχώριους παραγωγούς για τον εξοπλισμό της, τότε έχουμε μια εμβάθυνση ενδιαφέρουσα και σημαντική. Αλλά με τις παρούσες συνθήκες αυτή η μετάβαση δε φαίνεται ορατή.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο μεγάλες και συνδεδεμένες απειλές: είναι στο στόχαστρο της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας κι είναι και πύλη εισόδου των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη. Καμιά από τις δύο αυτές τις απειλές δεν πρόκειται να εξαφανιστεί στο άμεσο μέλλον, παρά τη σχετική ηρεμία που επέβαλε η πανδημία.

Όταν σκεφτόμαστε λοιπόν μια νέα εκβιομηχάνιση πρέπει να την εντάσουμε στο πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η χώρα, δηλαδή αφενός το θεσμικό της ΕΕ (που δεν επιτρέπει επιδοτήσεις κλάδων, κλειστές αγορές, ανταγωνισμό μέσω νομισματικών πρακτικών κλπ) κι αφετέρου των γεωστρατηγικών απειλών. Παιχνίδι για δύσκολους λύτες.

Δε νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο αν συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε με τους παραδοσιακούς όρους.

Στο δεύτερο μέρος θα εξετάσουμε μια πρόταση που ίσως μπορεί να υπερβεί το αδιέξοδο.

--

--

Nikos Anagnostou
metablogging.gr

Founder and CEO of Discoveroom. Engineer, economist, book lover.