Από πάνω προς τα κάτω…

Bill Markos
notonlymaths
Published in
6 min readFeb 17, 2021

--

Λίγα λόγια για το πώς η αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης δεν ξεκινά με τις πανελλαδικές…

Pen and pencil
Χαρτί και μολύβι — υλικά χρήσιμα.

Μέσα στην όλη αναταραχή που έχει προκαλέσει — δικαίως — το πρωτοφανές νομοσχέδιο για την παιδεία, είναι μία ευκαιρία να πάρουμε χαρτί και μολύβι και να καταγράψουμε λίγες μικρές πικρές αλήθειες για το πώς δεν μπορεί η αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού τοπίου της χώρας να ξεκινήσει από την μέθοδο εισαγωγής στα πανεπιστήμια.

Η todo-list της ελληνικής εκπαίδευσης

Είναι σαφές ότι η παιδεία στη χώρα μας πάσχει σε πάρα πολλά επίπεδα. Σε ό,τι αφορά την κατάρτιση το προσωπικού, σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότησή της, σε ό,τι αφορά τη συνέχεια και τη σύνδεση από τη μία βαθμίδα στην άλλη, σε ό,τι αφορά τη διασύνδεση με την αγορά εργασίας, σε ό,τι αφορά τα διοικητικά στελέχη της, σε ό,τι αφορά την τεχνική εκπαίδευση, σε ό,τι αφορά σχεδόν τα πάντα που μπορεί να σχετίζονται μαζί της. Ας τα πιάσουμε, όμως, ένα-ένα.

Υποχρηματοδότηση

Η κύρια αιτία όλων των παραπάνω κακών είναι, σαφώς, η υποχρηματοδότηση — ασχέτως αν συστηματικά οι περισσότερες κυβερνήσεις το αγνοούν και εστιάζουν στα συμπτώματά της. Διότι, αν τα κεφάλαια δεν επαρκούν για τίποτα άλλο πέρα από τις μισθοδοσίες των εκπαιδευτικών και των πανεπιστημιακών και τα ελάχιστα έξοδα συντήρησης των εγκαταστάσεων και των υποτυπωδών ερευνητικών κονδυλίων, σαφώς και αυτό θα γεννήσει τόσο αντιδράσεις, από τη μία, όσο και μία δυστοκία σε ό,τι έχει να κάνει με το παραγόμενο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο.

Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, έναν ευσυνείδητο εκπαιδευτικό — διότι δεν πρέπει να ζούμε στα σύννεφα, υπάρχουν και κακοί συνάδελφοι — ο οποίος προσπαθεί να προσφέρει στα παιδιά του ό,τι περισσότερο μπορεί, με κάθε μέσο που μπορεί να διαθέσει. Αν όμως η στήριξη δε φαίνεται από πουθενά στον ορίζοντα, πόσο εύκολο είναι, άραγε, να συνεχίσει κανείς να προσπαθεί, κόντρα σε όλα; Σαφώς και υπάρχει ανάγκη ρευστού για την εκπαίδευση, που θα διατεθεί στο προσωπικό ποικιλοτρόπως, έτσι ώστε να μπορέσει να νιώσει την απαραίτητη υποστήριξη στο έργο του — τόσο σε υλικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο επαγγελματικής κατάρτισης και διά βίου μάθησης.

Από την άλλη, ας σκεφτούμε έναν ευσυνείδητο ακαδημαϊκό, ο οποίος προσπαθεί να έχει και μία καλή ερευνητική παρουσία. Γι’ αυτόν τον σκοπό χρειάζεται κανείς μία ικανή ομάδα διδακτορικών φοιτητών και φοιτητριών. Πώς όμως θα πεισθεί ένας νέος να αφήσει σχεδόν ό,τι άλλο κάνει στη ζωή του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και να ασχοληθεί με την έρευνα στο αντικείμενό του χωρίς να έχει κάποια οικονομική αποζημίωση; Πιθανότατα δε θα το κάνει. Αυτό, αυτόματα, σημαίνει ότι ένας τέτοιος ευσυνείδητος ακαδημαϊκός δεσμεύεται να δουλεύει κυρίως με μεταπτυχιακούς φοιτητές, περιορίζοντας έτσι τόσο το χρονικό εύρος της συνεργασίας όσο και τον βαθμό εξειδίκευσης — και άρα, στο τέλος της ημέρας, και την ποιότητα της δουλειάς. Με αυτό κατά νου, πόσο εύλογο μοιάζει να συναρτάται η χρηματοδότηση ενός ιδρύματος με τον όγκο και την ποιότητα του ερευνητικού του έργου, όταν η αντίστροφη συσχέτιση προηγείται και, σε έναν μεγάλο βαθμό, δημιουργεί το πρόβλημα;

Κατάρτιση

Είναι σαφές ότι ζούμε στην εποχή της Δια Βίου Μάθησης. Δεν μπορεί κανείς να αρκεστεί στις γνώσεις που απέκτησε κατά τις σπουδές του, ούτε σε όσες δεξιότητες καταφέρνει να αποκτήσει μέσα από την καθημερινή του εμπειρία. Αυτό, προφανώς, δεν αφήνει αδιάφορο και τον κλάδο της εκπαίδευσης. Το αντίθετο, μάλιστα: μας αφορά άμεσα. Διαμορφώνουμε, σε έναν σημαντικό βαθμό, συνειδήσεις στις τάξεις μας, κι αυτό δεν μπορεί παρά να απαιτεί από εμάς να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση για τα όσα συμβαίνουν στον κλάδο μας. Τι έχει να μας πει η έρευνα στην παιδαγωγική επιστήμη σήμερα; Τι έχει να μας πει η έρευνα στο γνωστικό μας αντικείμενο σήμερα; — διότι, ένας εκπαιδευτικός δεν είναι μονάχα παιδαγωγός, αλλά κι ένας ειδικός στο αντικείμενό του, τουλάχιστον σε κάποιον ικανοποιητικό βαθμό. Σε όλους αυτούς τους άξονες οφείλουμε να είμαστε διαρκώς ενήμεροι για το τι συμβαίνει.

Είναι σαφές ότι η κατάρτιση και η επιμόρφωση σε όλα τα παραπάνω κοστίζει, και μάλιστα, κοστίζει αρκετά στις μέρες μας. Και πριν βρεθούν καλοθελητές να πουν ότι ο κάθε εκπαιδευτικός ας φροντίσει να καταρτιστεί όσο του επιτρέπει η οικονομική του άνεση, ας σκεφτούμε τι θέλουμε για τα παιδιά μας. Ένας εκπαιδευτικός με ελλιπή κατάρτιση είναι ένας εκπαιδευτικός που, αν μη τι άλλο, δεν είναι τόσο καλός όσο θα μπορούσε. Όχι διότι ο ίδιος δεν προσπαθεί, αλλά διότι του στερούνται ευκαιρίες για να γίνει καλύτερος. Καλύτερος επαγγελματίας και, μακροπρόθεσμα, καλύτερος άνθρωπος. Φαίνεται, και είναι, απολύτως λογικό, να υπάρχει ένα ελάχιστο εγγυημένο — αλλά και υποχρεωτικό — επίπεδο κατάρτισης για όλους τους εκπαιδευτικούς, τουλάχιστον σε ζητήματα νευραλγικής σημασίας για το λειτούργημά μας.

Ξεφεύγοντας λίγο από τα στενά όρια της επαγγελματικής κατάρτισης, ας σκεφτούμε ειδικότερα τη σύνδεση που έχει ο μέσος επαγγελματίας με την έρευνα της διδακτικής του αντικειμένου του. Στα πειραματικά σχολεία εφαρμόζονται πρότυπες μορφές διδασκαλίας, με πρόθεση, αν αυτές κριθούν αποδοτικές και κατάλληλες, να περάσουν και στη γενική εκπαίδευση. Ωστόσο, πόσο συχνά αυτή η όποια γνώση παράγεται εκεί διαχέεται στα υπόλοιπα σχολεία; Η αλήθεια είναι όχι τόσο συχνά όσο θα έπρεπε. Είναι ίσως ένας εξαιρετικός και άμεσος τρόπος, ζώσα γνώση, όπως αυτή που παράγεται και δοκιμάζεται στα πειραματικά σχολεία από εξαιρετικούς συναδέλφους να συνδεθεί με τρόπο συστηματικό και συνεχή με τη γενική εκπαίδευση, με τα σχολεία που δεν είναι πειραματικά. Αυτό θα έχει σημαντικά οφέλη τόσο για τα ίδια τα παιδιά όσο και για τους εκπαιδευτικούς που θα αποκτήσουν μία απευθείας επαφή με τα τεκταινόμενα στον χώρο της έρευνας της διδακτικής και της παιδαγωγικής.

Σύνδεση με την αγορά εργασίας

Νομίζω ότι εδώ τα πράγματα είναι σαφή. Η ελληνική εκπαίδευση, είτε μιλάμε για την υποχρεωτική δεκαετή εκπαίδευση, είτε για τα γενικά και επαγγελματικά λύκεια είτε για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωλαίνει αισθητά στο κομμάτι της σύνδεσής της με την αγορά εργασίας. Απόφοιτοι κάθε βαθμίδας της εκπαίδευσης δεν είναι σε θέση να εργαστούν άμεσα, καίτοι έχουν συνήθως τα απαραίτητα τυπικά προσόντα σε ό,τι αφορά το γνωστικό τους αντικείμενο. Αυτό, σαφώς, δεν έχει να κάνει με το ότι η αγορά εργασίας είναι πιο απαιτητική από όσο φροντίζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα να μας καταρτίσει, αλλά με το ότι έχει και άλλες απαιτήσεις, πέρα από αμιγώς ακαδημαϊκές.

Όσο διδάσκω μαθηματικά τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πόσο ακαδημαϊκοκεντρικό είναι το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Εστιάζουμε τόσο πολύ — από το επίπεδο, ακόμα, των σχολικών βιβλίων — τόσο πολύ στην ακαδημαϊκή πλευρά του κάθε γνωστικού αντικειμένου, αποτυγχάνοντας να κάνουμε κάποια σύνδεση με την πραγματικότητα, τους χώρους εργασίας και τις συνθήκες εκεί. Πού χρειάζονται όλα αυτά στην αγορά εργασίας; Πώς μπορούν οι δεξιότητες που αποκτώ λύνοντας διαφορικές εξισώσεις στο πανεπιστήμιο και αλγεβρικά συστήματα στο λύκειο να με κάνουν πιο αποδοτικό σε κάθε τομέα εργασίας, ακόμη και άσχετο με τα μαθηματικά; Πώς θα βγω μετά το πανεπιστήμιο για να αναζητήσω εργασία, όταν δεν ξέρω καλά-καλά το προφίλ μου σαν υποψήφιος εργαζόμενος;

Όλα τα παραπάνω δε μένουν αναπάντητα μόνο από τους χιλιάδες που αποφοιτούν από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μένουν πολύ συχνά αναπάντητα κι από εμάς τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς — για εμάς, πρώτα-πρώτα — αλλά, δυστυχώς, κι από το ίδιο το υπουργείο. Ένα θεωρητικά θετικό βήμα είχε γίνει στο παρελθόν όταν μπήκε, έστω και στο γυμνάσιο, ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός (ΣΕΠ). Ο τρόπος, όμως, με τον οποίον υλοποιήθηκε και η πρώιμη διακοπή του ΣΕΠ βοήθησαν τη μεγάλη στοίβα με τις ατελέσφορες εκπαιδευτικές πολιτικές που έχουν σε κάποιο υπόγειο του υπουργείο να ψηλώσει λίγο ακόμα.

Η νεολαία

Εδώ το πράγμα είναι περίπλοκο. Η νεολαία, είτε μαθητιώσα είτε φοιτητιώσα, έχει συχνά μία συμπεριφορά που δε βοηθά την κατάσταση. Ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τα ανήλικα παιδιά, αυτό είναι κυρίως απόρροια της δικής μας ενήλικης ανεπάρκειας να σταθούμε απέναντί τους υπεύθυνα και να παρέχουμε σταθερά μία εκπαίδευση ποιότητας — τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά το μερίδιο της ευθύνης μας ως εκπαιδευτικοί. Το ότι πράγματι, για παράδειγμα, στο πανεπιστήμιο όπου φοιτούσα έβρισες κάτω γόπες, αποτσίγαρα, τυρόπιτες, μπανανόφλουδες και μισοτελειωμένους καφέδες διάσπαρτους σε κάθε αμφιθέατρο και διάδρομο της σχολής είναι αλήθεια. Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά ένα ακόμα σημάδι απαξίωσης της εκπαίδευσης, από τα άτομα που αφορά περισσότερο: αυτά που είναι αποδέκτες της.

Αυτή η απαξίωση όμως είναι σύμπτωμα της παραπάνω, κακώς κείμενης, κατάστασης. Ως τέτοιο, δεν θεραπεύεται παρά μόνο αν η ασθένεια φύγει από το σώμα της εκπαίδευσης. Δεν έχει νόημα, λοιπόν, να ψάχνουμε τον αστυνόμο για όλες τις δουλειές, που θα καταστείλει τις εκδηλώσεις της νεανικής απαξίωσης χωρίς να αποζητήσουμε ουσιαστικά να βρούμε λύσεις στα προβλήματα της εκπαίδευσης. Ο μόνος τρόπος να σταματήσουν οι νέοι να απαξιώνουν την εκπαίδευση και να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της νεανικής απαξίωσης και της μετέπειτα ενήλικης αδιαφορίας είναι να δώσουμε στα παιδιά μία εκπαίδευση που δε θα μπορούν να απαξιώσουν. Μία εκπαίδευση ζωντανή, με χρώμα, που να έχει λειτουργούς που να νοιάζονται και να το δείχνουν. Εκεί είναι που πρέπει να κοιτά η εκάστοτε διοίκηση του υπουργείου παιδείας.

Συνοψίζοντας…

…κάθε πιθανή λύση των πολλών προβλημάτων που έχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα, πρέπει να βασίζεται:

  • στην περαιτέρω χρηματοδότηση της εκπαίδευσης,
  • τη συνεχή και πολύτροπη κατάρτιση των εκπαιδευτικών,
  • την ουσιαστική σύνδεση με την αγορά εργασίας και,
  • την αλλαγή της στάσης των εκπαιδευτικών και των εκπαιδευόμενων απέναντι στην εκπαίδευση.

Δεν ξεκινούν οι αλλαγές με την εισαγωγή στα πανεπιστήμια ή με τις διαγραφές φοιτητών, αλλά με το να τεθεί η ίδια η εκπαίδευση, για μία φορά, στο επίκεντρο της όποιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

--

--