Η κούραση της τηλεκπαίδευσης
Ένας χρόνος τηλεκπαίδευσης και τι μας μένει από αυτό.
Σχεδόν ένας χρόνος έχει περάσει από όταν ξεκίνησε η πρώτη καραντίνα, που μας οδήγησε και στην πρώτη συστηματική και εκτεταμένη επαφή μας με την τηλεκπαίδευση. Αν και τα ελληνικά δημόσια σχολεία άργησαν αρκετά να μπουν στον χορό, η ιδιωτική εκπαίδευση — στις περισσότερες περιπτώσεις — μεταφέρθηκε σχεδόν «αυτόματα» online. Ακόμα θυμάμαι ότι, τότε που ξεκινούσε η όλη διαδικασία, είχα έναν σχετικό ενθουσιασμό. Είχα στρωθεί ένα απόγευμα και προσπαθούσα να δω ποια θα ήταν η καλύτερη και πιο άμεση λύση για τα τηλεμαθήματα που ξεκινούσαν την επόμενη μέρα. Στα πρώτα, δε, μαθήματα, ένιωθα ότι εξερευνούσα έναν νέο κόσμο, μέσα στον οποίο μπορούσα πιο εύκολα να κάνω δεκάδες πράγματα μέσα στην τάξη, τα οποία δεν μπορούσα με έναν συμβατικό πίνακα και κιμωλίες — ή μαρκαδόρους. Ήταν, θα έλεγε κανείς, μία πολύ απροσδόκητη, απότομη αλλά συνάμα κι ευχάριστη αλλαγή — μέσα στην όλη μαυρίλα της κατάστασης.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό το κομμάτι της τηλεκπαίδευσης ήρθε κι έμεινε. Ήδη σκέφτομαι πώς γίνεται όλες αυτές τις ανέσεις που μας παρέχουν οι τηλετάξεις να μεταφερθούν κατά το δυνατόν στις παλιές αγαπημένες μας τάξεις. Η αλήθεια είναι ότι πάντα ζητούσα από τα παιδιά στην τάξη να έχουν το κινητό ανά τα χείρας, γιατί έκανε την όλη διαδικασία πολύ πιο διαδραστική και μία πολύ πιο προσωπική εμπειρία μάθησης. Ωστόσο, αυτά δεν αρκούν και, η αλήθεια είναι ότι, άνευ διαδραστικών πινάκων, η όλη διαδικασία χρειάζεται πιο περίτεχνους χειρισμούς.
Όπως και να έχει, αυτές οι σκέψεις και οι ιδέες ίσως πάνω για μία άλλη συζήτηση, έναν άλλο καιρό. Αυτό που τώρα με απασχολεί είναι το πόσο αυτή η διαδικασία έχει κουράσει. Διότι, όσο δημιουργικό και να μπορεί να γίνει ένα μάθημα εξ αποστάσεως, χρησιμοποιώντας πολυμέσα, νέες τεχνικές, δυναμικές αναπαραστάσεις και εμπλέκοντας τους μαθητές και τις μαθήτριες όσο περισσότερο γίνεται από το σπίτι τους, παραμένει ένα μάθημα εξ αποστάσεως. Είναι σχεδόν ένας χρόνος που, ίσως όχι συνεχώς, αλλά με την ιδέα της τηλεκπαίδευσης διαρκώς να πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας, εν μέσω, ενδεχομένως, καταλήψεων και τοπικών κλεισιμάτων, τα παιδιά τελούν υπό καθεστώς ψηφιακής ομηρίας στα σπίτια τους. Δεν έχουν τη σιγουριά ότι κάθε πρωί θα μπορούν να δουν τους φίλους και τις φίλες τους, να παίξουν, να μιλήσουν, να χαζολογήσουν, να τσακωθούν, να εκτονωθούν, να κάνουν όλα όσα είναι λογικό και αρμόζον να κάνουν στην ηλικία τους — όποια κι αν είναι αυτή.
Όταν ακόμα και η παραμικρή επικοινωνία διεξάγεται υπό ένα καθεστώς αβεβαιότητας, ότι το μήνυμα δεν έφτασε ακέραιο από τον πομπό στον δέκτη του, τότε αυτό κουράζει. Κουράζει και, συνεπακόλουθα, οδηγεί στην αποστασιοποίηση από τη μαθησιακή διαδικασία.
Όλη αυτή η κούραση ίσως να φαίνεται λίγο ασήμαντη μπροστά στην πανδημία και την έκτασή της, ίσως και να είναι. Δεν είναι όμως, σε απόλυτους αριθμούς, αμελητέα. Νομίζω ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών σε αυτό συμφωνεί. Ως εκπαιδευτικοί, μπαίνουμε στις τηλετάξεις μας και εισπράττουμε μία κούραση. Μία, πολλές φορές, αδιαφορία, όχι μόνο για το ίδιο το γνωστικό αντικείμενο — διότι αυτό είναι στο χέρι μας, σε έναν βαθμό, να μην είναι βαρετό — αλλά για τη διαδικασία της (τηλ)εκπαίδευσης στο σύνολό της. Είναι συχνή μία παθητικοεπιθετική ένταση που εκδηλώνεται μεταξύ των μαθητών. Μία μικρή κακία, μία γκρίνια, κάποια εκτόνωση πάνω στις εταιρείες τηλεφωνίας και το δίκτυο που δεν τα σηκώνει όλα, το webex, το skype, το meet και οι άλλες πλατφόρμες που δεν ήταν έτοιμες να αναλάβουν την ευθύνη της κοινωνικής ζωής μας. Όλα φταίνε κάπως. Όλα συνεισφέρουν, λίγο ή πολύ, σε αυτήν τη διάχυτη αίσθηση κόπωσης που αποπνέει η τηλεκπαίδευση.
Ακούμε συχνά από τα κυβερνητικά χείλη και, ειδικότερα, από την ίδια την υπουργό, ότι η τηλεκπαίδευση δουλεύει. Ίσως να δούλεψε στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη, όταν τα παιδιά ήταν ακόμα κάπως φρέσκα. Ίσως να ήταν απλά όπως οι πρώτες μέρες μία κατάληψης, όπου όλα σχεδόν τα παιδιά χαίρονται που το σχολείο κλείνει για λίγο — ελάχιστα, άλλωστε, είναι αυτά που βλέπουν τις καταλήψεις ως ένα μέσο διεκδίκησης κι όχι ως ένα πρόσκαιρο πλην όμως ευπρόσδεκτο διάλειμμα. Πολλά, ίσως, μπορεί να βλέπουν εκεί στο υπουργείο που εμείς που ασχολούμαστε άμεσα με την εκπαίδευση δε βλέπουμε. Διότι, πλέον μετά βεβαιότητος, η τηλεκπαίδευση δε δουλεύει.
Ίσως ένας πολύ σημαντικός παράγοντας να είναι οι ελλιπείς υποδομές της χώρας, που δεν μπορούν να διαχειριστούν όλον αυτόν τον φόρτο, από το πρωί ως το βράδυ — εδώ τα δίκτυα μέχρι πρόσφατα έπεφταν σε κάθε μεγάλη γιορτή ή σεισμό λόγω υπερφόρτωσης. Διότι, τουλάχιστον στα τμήματα με τα οποία έχω συστηματική επαφή, είναι ίσως το συχνότερο παράπονο είτε ότι εγώ δεν ακούγομαι καθαρά, είτε ότι τα ίδια δεν μπορούν να συνδεθούν σταθερά, είτε ότι ο διαμοιρασμός οθόνης δε δουλεύει, είτε ό,τι άλλο τεχνικής φύσεως μπορεί κανείς να φανταστεί. Κι όταν ακόμα και η παραμικρή επικοινωνία διεξάγεται υπό ένα καθεστώς αβεβαιότητας, ότι το μήνυμα δεν έφτασε ακέραιο από τον πομπό στον δέκτη του, τότε αυτό κουράζει. Κουράζει και, συνεπακόλουθα, οδηγεί στην αποστασιοποίηση από τη μαθησιακή διαδικασία.
Είμαστε συνοδοιπόροι με τα παιδιά μας σε ένα ταξίδι διαρκούς ενηλικίωσης — και για αυτά αλλά και για εμάς — στο οποίο έντονο χαρακτήρα έχει η γνώση — όπως και σε κάθε καλό ταξίδι, άλλωστε.
Πράγματι, σε τμήματα που πέρυσι τέτοιον καιρό υπήρχε μία ζωντάνια και μία συμμετοχή στο μάθημα, όπως και στις αρχές του Νοέμβρη, τώρα πλέον έχουν φτάσει να θυμίζουν για μεγάλα διαστήματα ανιαρές διαλέξεις ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, συζητήσεις. Η συμμετοχή έχει αρχίσει να γίνεται τυπική, χωρίς ιδιαίτερη ζέση και με έναν πιο διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Πολλά παιδιά μπαίνουν πλέον στο μάθημα απλώς για να είναι εκεί. Διότι, άλλωστε, δεν τους έμειναν και πολλά άλλα να κάνουν, πέρα από το να μπουν στο μάθημα. Πολλά παιδιά — πράγμα που σίγουρα ούτε τα ίδια φαντάζονταν ποτέ ότι θα εκστόμιζαν —αποζητούν πλέον το σχολείο τους συστηματικά, θέλουν να επιστρέψουν σε αυτό.
Μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση, κάποιοι συνάδελφοι αλλά και ιθύνοντες του υπουργείου, το μόνο το οποίο έχουν να μας πουν, είναι ότι τα διαγωνίσματα και η αξιολόγηση των μαθητών και των μαθητριών θα γίνουν κανονικά, όταν αυτά ανοίξουν. Έτσι μας έλεγαν και πριν το πρώτο άνοιγμα του 2021, έτσι μας λένε και τώρα. Σύμφωνοι, σημαντική η αξιολόγηση των μαθητών. Αλλά, σίγουρα, δεν είναι το σημαντικότερο. Για την ακρίβεια, σε αυτήν την κατάσταση, μόλις επιστρέψουμε, έχουμε πρώτα να ξαναχτίσουμε όσα έχουν ίσως χαθεί όλο αυτό το διάστημα της απουσίας. Έχουμε να ξαναθυμηθούμε πώς είναι να επικοινωνούμε. Από κοντά, με ζωντάνια, με ανθρωπιά. Δεν είμαστε, ως εκπαιδευτικοί — ή, τουλάχιστον, δε θα έπρεπε να είμαστε — μία wikipedia με πόδια και χέρια. Είμαστε εκεί για τα παιδιά, πρωτίστως, ως άνθρωποι. Είμαστε συνοδοιπόροι με τα παιδιά μας σε ένα ταξίδι διαρκούς ενηλικίωσης — και για αυτά αλλά και για εμάς — στο οποίο έντονο χαρακτήρα έχει η γνώση — όπως και σε κάθε καλό ταξίδι, άλλωστε.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, αυτό το ταξίδι, όταν ξανάρθει στους συνήθεις ρυθμούς του, να μη συνεχιστεί με μία τυπική αξιολόγηση, αλλά με μία επανασύνδεση, με μία αγκαλιά προς τα παιδιά μας, έστω και από κάποια απόσταση. Γιατί, μια αγκαλιά πολλές φορές αρκεί για να ξεκουραστεί ένα κουρασμένο παιδί.