Στην Τρούμπα

Οδοιπορικό στα στενά της συνοικίας του Πειραιά που “υπήρξε το καμάρι και η ντροπή του”

John Savvopoulos
real life events

--

Από τις παρυφές της Τρούμπας περνάω σχεδόν καθημερινά. Ποτέ δεν κοίταξα να πάω προς τα ενδότερα όχι φυσικά γιατί είμαι καθωσπρέπει ή από φόβο αλλά αυτά που έβλεπα δεν μου άρεσαν καθόλου.

Καταθλιπτικά πολυώροφα κτίρια που ανατριχιάζεις και μόνο στη θέα τους. Ταμπέλες καταστημάτων τραγικής εμπνεύσεως. Δρόμοι επιεικώς απαράδεκτοι από το σκουπιδαριό, τοίχοι γεμάτοι από γελοίες βρισιές ανορθόγραφων οπαδών. Τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα από ένα εντυπωσιακό tetris που δεν αφήνει ελεύθερο πεζοδρόμιο ούτε για γάτα κολοβή. Και όμως η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της “Η Τρούμπα” σημείωνε: “Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία, που ήταν το καμάρι του και η ντροπή του”

Αναρωτήθηκα αν υπήρξε ποτέ ομορφιά σε αυτή τη γωνιά του λιμανιού. Αν ήταν δυνατόν να υπάρχει ακόμα κάπου κρυμμένη. Με αυτές τις σκέψεις παραστράτησα από το καθημερινό μου δρομολόγιο και αποφάσισα να κάνω μια τσάρκα στην Τρούμπα.

Είναι σχεδόν ειρωνεία για το “αμαρτωλό” παρελθόν της το γεγονός ότι τα όρια της Τρούμπας είναι δυο εκκλησίες: ο Άγιος Σπυρίδωνας και ο Άγιος Νικόλαος. Τη διασχίζουν παράλληλα οι δρόμοι Φίλωνος και Νοταρά ενώ κάθετα οι δρόμοι Σκουζέ, 2ας Μεραρχίας και Μπουμπουλίνας. Στο θαλάσσιο μέτωπο βρίσκεται η Ακτή Μιαούλη, στην συμβολή της οποίας με την 2ας Μεραρχίας υπήρχε ένα πηγάδι την εποχή της Τουρκοκρατίας. Με τη βοήθεια μια τρόμπας αντλούσαν νερό που χρησιμοποιούσαν για πότισμα και κατάβρεγμα των δρόμων για να μην σηκώνουν σκόνη. Έτσι προέκυψε η ονομασία της περιοχής.

Στη Φίλωνος σήμερα κυριαρχούν πολλά εμπορικά καταστήματα κυρίως με παπούτσια. Ανάμεσα τους χάσκουν ξεχασμένα από τον ίδιο το χρόνο αρχοντικά σπίτια που κάποτε ζούσαν εύπορες οικογένειες πριν καταλήξουν να φιλοξενούν πουτάνες, παλικάρια στα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα, ρεμπέτες, μάγκες, αγαπητικούς και χασικλήδες.

Η ιστορία της Τρούμπας είναι εντυπωσιακή. Στις γειτονιές της έχουν ζήσει κατά καιρούς πλήθη ετερόκλητων ανθρώπων. Η περιοχή έχει επιζήσει από ένα καταστροφικό βομβαρδισμό σημάδια του οποίου είναι ορατά ακόμα και σήμερα. Στο πάρκο δίπλα από τον Άγιο Σπυρίδωνα (πλατεία Θεμιστοκλέους) είδα πάνω σε ένα δέντρο ένα κομμάτι απο πλοίο που εκτοξεύτηκε και σφήνωσε εκεί το 1941.

Είναι όμως και τραγική εξαιτίας του τρόπου που έχασε μέσα σε μια νύχτα την ψυχή της. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1967 η αστυνομία με εντολή του τότε διορισμένου από τη Χούντα δήμαρχου Πειραιά κυνήγησε και έδιωξε από την Τρούμπα 500 περίπου κοπέλες σφραγίζοντας τα “σπίτια” που εργάζονταν. Ο Αριστείδης Σκυλίτσης είχε ξεκινήσει να εφαρμόζει αυτό που ονόμασε «εξευγενισμό» του Πειραιά σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην ουσία αυτό που συνέβη ήταν η καταστροφή της αστικής ταυτότητας της πόλης και μια πολυδάπανη άναρχη ανάπτυξη που έφτασε το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας στη σημερινή αποκαρδιωτική του εικόνα.

Η Τρούμπα πρωτοκατοικήθηκε από Χιώτες που ήρθαν στον Πειραιά στα μέσα του 19ου αιώνα. Αναπτύχθηκε αρκετά και αποτέλεσε για πολλά χρόνια το οικονομικό κέντρο του λιμανιού. Διώροφα και τριώροφα αρχοντικά κτίστηκαν. Ξεκίνησαν να λειτουργούν εμπορικά καταστήματα και ναυτικά γραφεία και από τη μεριά της θάλασσας ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια.

Στη συμβολή της οδού Σκουζέ με την Ακτή Μιαούλη στέκει μέχρι σήμερα το “Ξενοδοχείον Πειραιεύς” στους χώρους του οποίου συντελέστηκε ένα σημαντικό πολιτικό, για την εποχή εκείνη, γεγονός. Στην πλάγια είσοδο του υπάρχει η μαρτυρία χαραγμένη σε ένα κομμάτι μάρμαρο:

“Στο κτίριο αυτό έγινε το πρώτο ιδρυτικό συνέδριο του Σ.Ε.Κ.Ε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (μετέπειτα ΚΚΕ) από 17–23 Νοέμβρη 1918".

Μετά την καταστροφή της Σμύρνης στο λιμάνι και στους γύρω δρόμους της Τρούμπας εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες κάτι που ενόχλησε τους αστούς πια Πειραιώτες που ξεχνώντας το δικό τους παρελθόν θεώρησαν ότι υποβαθμίστηκε η περιοχή και σταδιακά επέλεγαν την Αθήνα σαν τόπο κατοικίας, αφήνοντας όμως τις επιχειρήσεις τους ως είχαν στο λιμάνι.

Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όλο το θαλάσσιο μέτωπο του Πειραιά υπέστη εκτεταμένες καταστροφές από βομβαρδισμούς. Τότε ήταν που άδειασε και η Τρούμπα από τους περισσότερους μόνιμους κατοίκους της. Η πείνα και η εξαθλίωση του πληθυσμού συνετέλεσαν σε αυτό. Τα πρώτα “σπίτια” και τα καμπαρέ έκαναν την εμφάνιση τους έχοντας σαν πελάτες Γερμανούς και μαυραγορίτες. Η περίοδος που ακολούθησε μετά τον πόλεμο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν τα χρόνια της ακμής.

Σήμερα η περιοχή της Τρούμπας δεν έχει μόνιμους κατοίκους αλλά είναι η μόνη πολυφυλετική γειτονιά του Πειραιά. Τα ναυτικά γραφεία στην πλειονότητα τους ασχολούνται με αλλοδαπούς ναύτες και λιγότερο Έλληνες. Φυσικό επακόλουθο ήταν να αναπτυχθεί μια αγορά που θα καλύπτει τις δικές τους ανάγκες. Περιποιημένα κουρεία, εστιατόρια και café διαφόρων εθνικοτήτων από ασιατικά μέχρι αραβικά καθώς και μίνι μάρκετ είναι τα μόνο νέα μαγαζιά που ανοίγουν. Ανάμεσα τους υπάρχουν μοδάτα all day bar για τα στελέχη των ναυτιλιακών εταιριών και εστιατόρια πολυτελείας. Η εντύπωση που μου δόθηκε είναι ότι κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται από την παρουσία κανενός.

Κουβεντιάζοντας με τον κύριο Ιγνάτιο που διατηρεί πολλά χρόνια ναυτικό γραφείο έμαθα ότι στην Τρούμπα τα πρωινά συγκεντρώνονταν μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έψαχναν για δουλειά. Οι περισσότεροι έψαχναν να μπαρκάρουν: “Αυτό δεν συνέβαινε αμέσως. Ένα καράβι μπορούσε να χρειαστεί και βδομάδες για να “φύγει” και οι ανάγκες σε πλήρωμα διαρκώς μεταβάλλονταν. Ήταν αναγκασμένοι λοιπόν να συχνάζουν εδώ πολλές ώρες της ημέρας περιμένοντας. Έτσι είχαν δουλειά τα καφενεία, τα καπηλειά και σαν έπεφτε η νύχτα τα καφωδεία και τα “σπίτια”.”

Στην Τρούμπα δεν σύχναζαν μόνο οι εργάτες, οι ρεμπέτες και οι χασικλήδες αλλά και εύποροι άνθρωποι καθώς ήταν κέντρο διασκέδασης για όλα τα γούστα.

Εφημερίδα Ελευθερία 1955

Ένα από τα δημοφιλέστερα καμπαρέ ήταν το περίφημο Τζον Μπούλ. Συνιδιοκτήτης του ήταν ο Γεώργιος Βεϊζαδέ που μαζί με τη γυναίκα του Αντιγόνη υπήρξαν οι πρωταγωνιστές μιας υπόθεσης που συγκλόνισε τη χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι δυο τους κατηγόρησαν, αδίκως όπως αποδείχθηκε, την 12χρονη υπηρέτρια τους, Σπυριδούλα Ράπτη, για κλοπή $50 -σημαντικό ποσό για την εποχή-και τη βασάνισαν σχεδόν μέχρι θανάτου με πυρακτωμένο σίδερο για να ομολογήσει. Η υπόθεση έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν “το σιδέρωμα της Σπυριδούλας”. Ο Γεώργιος και Αντιγόνη Βεϊζαδέ καταδικάστηκαν σε πενταετή φυλάκιση και πέθαναν λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκιση τους. Το Τζον Μπούλ κατεδαφίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 70 έχοντας καταντήσει μια σκιά του παλιού εαυτού του. Σήμερα στη θέση του στέκει κατάστημα κινητής τηλεφωνίας.

Έστριψα στη Νοταρά ανέκαθεν τον πιο κακόφημο δρόμο της Τρούμπας. Παραμένει και σήμερα. Ασυναίσθητα έβαλα τη φωτογραφική μηχανή μου στη θήκη της. Τα βλέμματα των περαστικών περίεργα. Τα ετοιμόρροπα σπίτια έχουν μπαλκόνια με μαρμάρινες βάσεις.

“Εκεί που βλέπεις αυτά τα σφραγισμένα με τάβλες παραθυρόφυλλα τότε ξεπρόβαλλαν τα κορίτσια, πάντοτε ντυμένα με ελαφρά ρούχα ποτέ γυμνά και κόζαραν τον κόσμο που σεργιανούσε. Τα αρώματα τους πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα και ένοιωθες ότι εκεί ρε παιδί μου ζει ο έρωτας. Ας ήταν και με λεφτά. Ο έρωτας είναι έρωτας.” μου είπε χαμογελώντας ο κύριος Λεωνίδας που γνωρίζει την περιοχή σαν την τσέπη του. Του είχε φανεί περίεργο που έβγαζα φωτογραφίες και πιάσαμε την κουβέντα.

“Τότε δε φοβόσουν όπως σήμερα. Τότε ακόμα και ο υπόκοσμος είχε μπέσα. Έκτος αν ήσουν του σιναφιού τους. Αν τους την έκανες έπρεπε να φυλάγεσαι. Νόμος”. Του είπα ότι μου έκανε εντύπωση ότι κάνεις από τους “αυτόχθονες” σχεδόν δεν λέει την περιοχή πια Τρούμπα. “Προτιμούν να λένε τις οδούς που έχουν τα μαγαζιά τους” με πρόλαβε και συνέχισε, “μη σου κάνει εντύπωση. Κάποτε οι άνθρωποι ντρέπονταν να παραδεχθούν ότι σύχναζαν εδώ γύρω.”

Ψάχνοντας λίγο στο internet για την Τρούμπα βρήκα ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο του ιερέα Φιλόθεου Φάρου, κατοίκου της περιοχής, που αναφέρεται σε αυτό που αποκαλούμε «υπόκοσμο» ή εντελώς άδικα — όπως είχε είπε και ο Ηλίας Πετρόπουλος — “περιθώριο”. Το παραθέτω αυτούσιο:

Οι πόρνες και οι χασικλήδες της Τρούμπας δεν εστηρίζοντο στην δική τους δικαιοσύνη, όπως οι καθώς πρέπει ευσεβείς και γι’ αυτό όχι μόνον δεν είχαν έπαρση αλλά είχαν και μια αυθόρμητη ταπείνωση. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αποκρύπτουν τη κατάντια τους. Δεν κάλυπταν την παλιανθρωπιά τους με μια μάσκα υποκριτικής ευπρέπειας. Δεν έκρυβαν την οργή τους με ανατριχιαστικά ευγενικά χαμόγελα, και είχαν μια γνήσια πίστη στην δύναμη και στην αγάπη του Θεού, γιατί αν και ομολογούσαν την κατάντια τους, δεν σταματούσαν να ζητούν και να ελπίζουν χωρίς μεγαλορρημοσύνες στο έλεός του.

Στην άκρη της οδού Νοταρά προς τη μεριά του Αϊ Νικόλα υπήρχε παλιά το Μεταγωγών απέναντι του δεσπόζει το café bar Blue Night. Στα γιγάντια παρκινγκ που προέκυψαν από την κατεδάφιση παλιών σπιτιών μπορείς να δεις από κίτρινες Lamborghini μέχρι Lada. Στα σκαλοπάτια ενός ετοιμόρροπου κτιρίου ένα ζευγάρι τοξικομανών καπνίζουν κοιτώντας τα πεζοδρόμιο. Η ουρά έξω από το κτίριο του ΟΚΑΝΑ είναι τεράστια. Ακριβώς μπροστά τους ένας καλοντυμένος κύριος ξεφλουδίζει το πούρο του ψάχνοντας στις τσέπες του blazer του μάλλον τον κόφτη. Δεν στάθηκα να το επιβεβαιώσω γιατί το βλέμμα μου έπεσε στο Άγαλμα της Ελευθερίας που κοσμούσε την ταμπέλα του bar Liberty. Χαμογέλασα.

Η Νοταρά είναι γεμάτη από εγκαταλειμμένα σπίτια που όταν σκέφτεσαι πόσο όμορφα υπήρξαν κάποτε σε πιάνει θλίψη. Καθώς τα παρατηρούσα φανταζόμουν πως θα ήταν όταν έσφυζαν από ζωή. Με τους έρωτες, τους καυγάδες, τα μίση, τα πάθη των ανθρώπων τους.

Παλαιά κατοικία, οδός Νοταρά

Η Τρούμπα όπως την έχουν γνωρίσει οι νεώτεροι μέσα από τα “Κόκκινα Φανάρια”, το “Ποτέ την Κυριακή”, τη “Λόλα” δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει ούτε για εκείνους που την έζησαν, την περπάτησαν και τη γεύτηκαν στις μεγάλες της δόξες. Η ομορφιά της Τρούμπας κρύβεται στις αφηγήσεις, στα ρεμπέτικα τραγούδια, πίσω από τα σφραγισμένα παραθυρόφυλλα των αρχοντικών που στέκουν ακόμα σε πείσμα του χρόνου. Κρύβεται στη μνήμη των παλαιών. Η Τρούμπα είναι πια ένας μύθος. Ένας γοητευτικός λαϊκός μύθος που κάποτε όμως υπήρξε περά ως πέρα αληθινός.

“Μια φορά κι έναν καιρό σ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία που ήταν το καμάρι του και η ντροπή του”

Αυτή είναι η ομορφιά της.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Provocateur Magazine, 12/6/2011

--

--