Συνέντευξη με τον χαρισματικό μαέστρο Γιάννη Βρυζάκη.

Η χορωδία του Παντείου Πανεπιστημίου υπήρξε ένα χαμόγελο στη μουσική μου ζωή.

Ο Γιάννης Βρυζάκης σπούδασε Διεύθυνση Χορωδίας με το Μιχάλη Οικονόμου, μονωδία (κλασικό τραγούδι) στη τάξη της Λάρισα Ιασωνίδου καθώς και μελόδραμα με τη Sonja Milencovic. Ακόμα, σπούδασε Ανώτερα Θεωρητικά, ενοργάνωση και σύνθεση. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια και Master Classes διεύθυνσης χορωδίας και ορχήστρας με Έλληνες και ξένους μαέστρους. Έχει γράψει μουσική για ντοκιμαντέρ, τραγούδια, ορχηστρικές και χορωδιακές συνθέσεις καθώς και παιδική και θεατρική μουσική για την οποία έχει βραβευτεί. Έχει διδάξει σε ωδεία και μουσικές σχολές καθώς και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα της πολιτιστικής κατεύθυνσης του τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ως ειδικός συνεργάτης.

Ασχολείται επαγγελματικά με τη διεύθυνση χορωδίας από το 2002 και έχει διατελέσει μαέστρος στη χορωδία του Παντείου Πανεπιστημίου, στη μικτή χορωδίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών: Harmonia Juris, στη πολυφωνική χορωδία Αίγινας, στη μικτή χορωδία «Φιλύρας», στη μικτή χορωδία Δήμου Παιανίας (Γλυκών Νερών). Διευθύνει και μαθητικές χορωδίες και διδάσκει διεύθυνση χορωδίας και μονωδία καθώς και φωνητική αγωγή σε εκπαιδευτικούς, ηθοποιούς κλπ. Επίσης, έχει ιδρύσει το επαγγελματικό φωνητικό σύνολο μεσαιωνικής και αναγεννησιακής μουσικής Motectum Vocal Enemble καθώς και το πειραματικό σύνολο Chris Vivend. Είναι επίσης μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του πανελλήνιου Συνδέσμου Διευθυντών Χορωδιών καθώς και του International Federation of Choral Music (οργανισμού της UNESCO).

Διαβάζοντας το βιογραφικό σου κανείς και βλέποντας πόσα πολλά πράγματα κάνεις ταυτόχρονα, προκύπτει άμεσα η ερώτηση: Προλαβαίνεις να πας καθόλου σπίτι σου;

Η αλήθεια είναι ότι για να εργάζεται κανείς ως μουσικός στην Ελλάδα της κρίσης δεν έχει πολλές επιλογές, Πρέπει να κάνει πολλά πράγματα. Όταν θέλεις να κάνεις πολλά πράγματα που είναι οι καλλιτεχνικές σου αναπτύξεις ή το όραμά σου κόβεις και άλλο από τον προσωπικό σου χρόνο. Δύσκολο είναι. Δεν θα πω ότι είμαι άνετα. Όχι. Από την άλλη περνάω πολύ ωραία στη δουλειά μου. Δηλαδή, είναι κάτι που με γεμίζει πάρα πολύ το να ασχολούμαι με τις χορωδίες και τους μαθητές μου. Δεν με ενοχλεί όταν κάτι δεν το βλέπω σαν δουλειά. Θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο και πολύ τυχερό που μπορώ να επιβιώνω κάνοντας, ναι μεν πολλά, όλα αυτά που μου αρέσουν. Σήμερα είναι λίγο δύσκολο αυτό να συμβεί.

Μίλησε μας για τη γνωριμία σου με τη μουσική;

Σαν έφηβος έπαιζα στο χώρο της heavy metal σκηνής των ηλικιών εκείνων. Η πρώτη μου επαφή με κάποιο μουσικό όργανο ήταν μέσω της rock. Θέλοντας να παίξω καλύτερα άρχισα να ανακαλύπτω τη κλασική κιθάρα. Κάποια στιγμή, στις πανελλήνιες, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί κάτι μου αρέσει και γιατί κάτι δεν μου αρέσει. Και μετέπειτα, γιατί θεωρείται κάτι ποιοτική μουσική και κάτι άλλο όχι. Ήρθαν διάφορα τέτοια υπαρξιακά ερωτήματα που απασχολούν κατά καιρούς τους μουσικούς. Αυτές υπήρξαν οι προβληματικές οι οποίες με οδήγησαν στο να σπουδάσω θεωρητικά και να ασχοληθώ με τη μουσική.

Η πορεία σου πως άρχισε να εξελίσσεται ανοδικά στη συνέχεια;

Ξεκίνησα δυναμικά από το Εθνικό Ωδείο και είχα τη τύχη να βρεθώ κοντά σε πολύ αξιόλογους ανθρώπους. Άρχισα μετά να γράφω μουσική για θέατρο, αυτό ήταν το πρώτο μου βήμα. Στην αρχή στο θίασο που είχε η Καισαριανή, κάναμε τρία έργα. Μετά γνώρισα τη κυρία Ριγοπούλου και τον κύριο Ανδρεάδη. Η κυρία Ριγοπούλου ήταν καθηγήτρια στο αντίστοιχο τμήμα Επικοινωνίας (που έχει το Πάντειο) του Καποσιδτριακού. Κάναμε και εκεί παραστάσεις και σεμινάρια μαζί. Το ένα έφερνε το άλλο, κάποια ντοκιμαντέρ, κάποια διαφημιστικά. Για πολλά χρόνια εγώ ήθελα να είμαι συνθέτης. Φυσικά. Βιοποριζόμουν αλλιώς.

Τι έκανες επαγγελματικά πριν ασχοληθείς αποκλειστικά με τη μουσική;

Δούλευα διάφορες δουλειές μέχρι να καταλήξω στο μουσικό «εμπόριο». Πέρασα από διάφορα «ψαξίματα» να το πω έτσι. Ποτέ δεν είναι αργά να ασχοληθείς με τη μουσική. Εντάξει, υπάρχουν σπουδές που δεν είναι εύκολο να τις κάνει κανείς σε μεγάλη ηλικία. Από την άλλη, νομίζω ότι το έχουν πάθει άλλοι μουσικοί αυτό, ενθουσιάζεσαι με τον κόσμο της μουσική ο οποίος είναι μία θάλασσα απέραντη και θέλουν να τα ανακαλύψουν όλα. Πέρασα από αυτή τη φάση του να σηκώσω κάθε βότσαλο να δει τι έχει από κάτω. Το σκεπτικό μου αυτό με οδήγησε στο να κάνω και άρπα και φραγκότο, εκτός από τη κιθάρα, έκανα και το υποχρεωτικό του πιάνου. Βρέθηκα να τραγουδάω σε χορωδίες και έτσι μαγεύτηκα από τη χορωδιακή πρακτική, όντας ο ίδιος χορωδός.

Όντας είδη μαέστρος σε ερασιτεχνικό βαθμό το τέλος αυτής της πορείας σπούδασα διεύθυνση χορωδίας με τον καταπληκτικό Μιχάλη Οικονόμου. Πάρα πολλοί μαέστροι στη χώρα μας επειδή το αντικείμενο της διεύθυνσης είναι σχετικά καινούριο ξεκινάνε χωρίς σπουδές ειδικές, απλώς από μεράκι. Έτσι ξεκίνησα και εγώ. Στη πορεία συνειδητοποίησα ότι χρειαζόμουν μία καλή κατάρτιση. Έκανα studio ηχογραφήσεις παράλληλα, έπαιζα από εδώ και από εκεί σε κουτούκια ρεμπέτικο με μπασοκιθάρα. Πολύτιμη εμπειρία το τελευταίο για πολλούς λόγους. Έχω ασχοληθεί και με την παραγωγή και με το event management. Τα τελευταία 6–7 χρόνια είμαι αποκλειστικά καθηγητής μουσικής. Νομίζω ότι είμαι πολύ πιο ευτυχισμένος σε σχέση με τις άλλες εποχές που αναγκαζόμουν να μοιράζω τον χρόνο μου σε πολλά αντικείμενα τα οποία δεν ήταν και πολύ ευχάριστα για εμένα.

Τι συμβουλή θα έδινες σε κάποιον που θέλει να κάνει το τολμηρό εγχείρημα να αφήσει τη δουλειά που κάνει για να ασχοληθεί επαγγελματικά με την τέχνη του;

Εξαρτάται και από τη περίπτωση, αλλά σίγουρα θα έλεγα ποτέ να μην το βάλει κάτω. Η δική μου η πορεία για πολύ καιρό συμπεριελάμβανε να κρατάω μία δουλειά σε έναν κλάδο άσχετο για βιοπορισμό και παράλληλα να αναπτύσσω τον εαυτό μου στη μουσική. Αυτό μέχρι να καταφέρω και εγώ να ορθοποδήσω και να βιοποριστώ αποκλειστικά ως μουσικός. Πιστεύω ότι μπορεί να το κάνει, περίπου, ο καθένας αυτό. Φυσικά, άλλες μορφές τέχνης έχουν άλλες δυσκολίες. Δηλαδή, στην ηθοποιία ζορίζονται πάρα πολύ. Ζορίζονται πιο πολύ από εμάς τους μουσικούς. Οι χορευτές πολύ περισσότερο. Θέλω να πω, ανάλογα με το κλάδο που υπηρετεί αλλάζουν τα πράγματα αλλά είναι δυνατό. Πρέπει, αυτός που έχει αυτή τη φωτιά μέσα του, να μην το βάλει κάτω. Αν εγώ δεν το είχα κάνει, θα είχα προδώσει κάτι από εμένα και θα έλειπε κάτι συνέχεια. Δεν μπορώ να συμβουλεύσω κάτι αντίθετο από το να ακολουθήσει αυτό που πραγματικά θέλει.

Και εσύ εξάλλου ακόμα κάνεις θυσίες για να τα καταφέρεις και τίποτα δεν ήρθε έτσι εύκολα.

Φυσικά. Αυτό πρέπει να γίνεται για να διατηρείσαι σε μια ενεργή κατάσταση ως μουσικός και να μπορείς και να θέλεις να κάνεις πράγματα που δεν έχουν στόχο τον βιοπορισμό αλλά τη παραγωγή του πολιτιστικού έργου. Κάνεις πάρα πολλές θυσίες. Πρώτη και κύρια αφορά τον χρόνο σου.

Πως αποφάσισες να ασχοληθείς συγκεκριμένα με τη διεύθυνση χορωδιών. Είναι ένα αρκετά δύσκολο και περίπλοκο επάγγελμα, το επάγγελμα του μαέστρου.

Είναι μεγάλη συζήτηση. Η ουσία είναι ότι με τράβηξε πάρα πολύ, με μάγεψε η χορωδιακή πρακτική. Η χορωδία είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κομμάτι της μουσικής οικογένειας. Καταρχήν γιατί μέχρι ένα κομμάτι μπορεί να μην είναι μουσικοί επαγγελματίες οι χορωδοί. Σε αντίθεση με τους συναδέλφους, εγώ το θεωρώ πάρα πολύ καλό. Ο ερασιτέχνης μουσικός είναι ένας άνθρωπος που έχει πάρα πολύ πόθο για αυτό που κάνει και δεν έχει μπει σε αυτό το λούκι του βιοπορισμού που να πρέπει να σκεφτεί το αντίτιμο της προσπάθειάς του. Η ψυχική συνθήκη είναι πάρα πολλή πρόσφορη για να κάνεις πράγματα. Επίσης, η χορωδία ως οικογένεια, ως κύτταρο, είναι μία κοινωνική ομάδα στην οποία αναγκαστικά κανείς με στόχο την από κοινού πράξη προκειμένου να αποδοθεί ένα μουσικό έργο, δηλαδή υπάρχει ένας στόχος που τους ενώνει όλους. Αυτό για να γίνει, πρέπει να συμβούν κοινωνικές ζυμώσεις στη συμπεριφορά του ατόμου. Είναι απολύτως συλλογική δουλειά. Είναι απολύτως ομαδική δουλειά, δίνει μία δημοκρατική παιδεία βιωματικά που κανένα πνευματικό εργαλείο δεν μπορεί να τη δώσει. Νομίζω πως αυτό με μάγεψε πιο πολύ. Δηλαδή, και σαν μουσικό αποτέλεσμα, η ιδέα και το άκουσμα της συνήχησης δύο συχνοτήτων, δύο ανθρώπων που τραγουδούν και προσπαθούν να ταιριάξουν τις συχνότητές τους και όχι να φανεί ο ένας ή ο άλλος. Αυτό σημαίνει πολλά σε ομαδικό επίπεδο καθώς όλοι μαζί εξελίσσονται και ψυχικά περνόντας από αυτή τη διαδικασία. Για αυτό κατέληξα στη διεύθυνση της χορωδία ως πρωτεύον μου αντικείμενο χωρίς να το μετανιώσω ποτέ.

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει ένας μαέστρος;

Βεβαίως και υπάρχουν δυσκολίες και μάλιστα συνήθως δεν είναι ορατές στον μέσο άνθρωπο. Δηλαδή έχω κάνει πάρα πολλές φορές τη συζήτηση: «α, είσαι μαέστρος, άρα κουνάς τα χέρι σου». Δεν το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Η συνήθης ερώτηση είναι: «Είσαι απαραίτητός;” ή «δεν μπορούν να τραγουδήσουν μόνοι τους;».

Τι στοιχεία χαρακτήρα και μουσικά ταλέντα πρέπει να διαθέτει κάποιος για να μπορέσει να διευθύνει μία χορωδία.

Ο όρος ταλέντο είναι ένας περίεργος όρος οπότε ας τον αφήσουμε στην άκρη. Ας πιάσουμε το κομμάτι των δεξιοτήτων. Ναι, πρέπει να αναπτυχθούν πολλές δεξιότητες και πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξουν πολλές γνώσεις. Νομίζω πολλές φορές ότι πρέπει να προϋπάρχει και ένα συγκεκριμένο είδος χαρακτήρα. Ας πάμε στις δεξιότητες. Οι δεξιότητες που πρέπει να έχει ένα μαέστρος, καταρχήν, είναι να δουλέψει πάρα πολλά χρόνια με τα χέρια του, με τη κίνηση των χεριών του. Γιατί, στην ουσία τι είναι η διεύθυνση; Η διεύθυνση είναι μία τεχνική κατά την οποία οι κινήσεις των χεριών και της ευρύτερης υπόστασης σωματικά ενός ανθρώπου ο οποίος στέκεται σε ένα βάθρο και διευθύνει άλλους, πρέπει να συμβεί η μουσική που ο μαέστρος έχει στο μυαλό του, μέσω των εκτελεστών. Αυτό το λέω τώρα πολύ αφηρημένα αλλά συμβαίνει το ίδιο είτε είναι ορχήστρα, είτε είναι χορωδία. Άρα υπάρχει ένα αρκετά αυστηρό κομμάτι. Και υπάρχει και ένα πολύ προσωπικό κομμάτι σε αυτή την υπόθεση. Αν βάλετε στο YouTube να δείτε video διαφόρων μαέστρων πολύ μεγάλων, θα διαπιστώσετε κοινά στοιχεία στη κινησιολογία τους αλλά θα δείτε και τεράστιες διαφορές. Υπάρχει πολύ έντονα το προσωπικό ύφος. Οπότε, τεχνικά, αυτό που μπορεί να πει κανείς για τη διεύθυνση είναι ότι καταρχήν πρέπει να ξέρεις πολύ καλά το έργο που πας να διευθύνεις και όχι μόνο όλες τις νότες και όλους τους ρόλους αλλά τη σημασία που έχουν τα επικίνδυνα σημεία που μπορεί να υπάρχουν. Να το διδάξεις με το σωστό τρόπο, τις συνήθειες που θα αποκτήσουν οι χορωδοί την ώρα της πρόβας, να είναι αυτοί που βοηθούν στην εξέλιξη του έργου και όχι να την αναχαιτίσουν. Μία κακή πρόβα μπορεί να καταστρέψει μία συναυλία. Και βέβαια να έχεις τη ψυχολογική κατάσταση εκείνη της ετοιμότητας και επαγρύπνησης πάνω στο pondium, να μπορείς να διορθώσεις προβλήματα που θα συμβούν την ώρα της μουσικής πράξης και να είσαι πάντα πάνω από αυτό που συμβαίνει. Δηλαδή, η κίνηση ενός μαέστρου είναι μονίμως ένα “beat” όπως λέμε ή τέλος πάντων μία μονάδα χρόνου μπροστά από τους εκτελεστές. Για να κάνουν οι εκτελεστές αυτό που πρέπει, πρέπει ο μαέστρος πριν από αυτή την εκτέλεση με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, αυστηρό ως προς το χρονικό στοιχείο, να δράσει.

Υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία στην επικοινωνία του μαέστρου και της χορωδίας ή και της ορχήστρας, που πρέπει να είναι μη λεκτικά. Δεν συμφωνούνται δηλαδή από πριν. Υπάρχουν άλλα που ο καθένας θα τα καταλάβει, μία κίνηση για να «μπεις» ή μία κίνηση για να κλείσει η φωνή λίγο πολύ θα την καταλάβει κάποιος. Το πώς κουνάει κάποιος τα χέρια του κοιτώντας αντίστοιχα τους χορωδούς και κάνοντας με το σώμα του πράγματα τα οποία οι χορωδοί ασυναίσθητα εισπράττουν και έτσι διαχειρίζονται το διάφραγμά τους, τη ροή του αέρα, τα ανοίγματα του σώματος, τα ηχεία και την έκφραση του προσώπου αλλά και τη συγκίνησή τους για να αποδώσουν το έργο. Αυτό είναι κάτι μη λεκτικό, δεν συμφωνείτε στην πρόβα και ούτε μπορείς να το εξηγήσεις τελικά. Είναι κάτι που το δουλεύεις εσύ με τον εαυτό σου και αν καταφέρεις και το εκδηλώσεις στη κίνησή σου, τότε είναι όλοι πολύ ευτυχισμένοι (γέλια).

Πως είναι δυνατόν να ελέγχεις ανα πάσα στιγμή το λάθος που θα κάνει οποιοδήποτέ μέλος της ομάδας και να συντονίζεις τόσες πολλές διαφορετικές φωνές που έχει τουλάχιστον το standard set (μπάσους, τενόρους, alto, σοπράνο).

Τέσσερεις είναι λίγο είναι η συνηθισμένη διάταξη μίας χορωδίας. Κάνουμε μία κατάταξη των φωνών που να εξυπηρετεί τη χορωδία ανάλογα με τη φυσιολογία του φυσικού της οργάνου. Υπάρχουν δηλαδή υψίφωνες, δηλαδή κοπέλες που τραγουδούν «ψηλά», κοπέλες που τραγουδούν πιο βαριά τις οποίες λέμε alto. Είναι ιστορικό ο όρος γιατί από τα λατινικά σημαίνει ψηλός, είναι ένα οξύμωρο σχήμα, έχει να κάνει με την ιστορία της χορωδίας, που προέκυψε από την εκκλησία. Στην αρχή υπήρχαν μόνο άντρες που κρατούσαν το ευαγγέλιο στην εκκλησία οι tener και στη συνέχεια που μπήκαν και οι γυναίκες και είχαν ψηλότερες φωνές από τους τενόρους ονομάστηκαν alto. Όταν συνηθίστηκε η παρουσία των γυναικών στη χορωδία, αυτό συνέβη πριν την αναγέννηση- από τον μεσαίωνα και μετά δηλαδή γίνονται αυτά, έχουμε τις πιο οξύφωνες ακόμα που είναι οι σοπράνο. Η λέξη βγαίνει από το “supremus”. Και φυσικά, έχουμε και τους μπάσους που μπαίνουν από κάτω. Η διάταξη αυτή βόλεψε. Είναι μία πολλή αποδοτική διάταξη είτε μιλάμε για μία ερασιτεχνική χορωδία, είτε μιλάμε για μία επαγγελματική χορωδία.

Στις χορωδίες των σχολείων μπορεί να μην βλέπουμε αυτή τη διάταξη καθώς οι συνάδελφοι έχουν να παλέψουν με την γρήγορη και κάποιες φορές βίαια μετάλλαξη του φωνητικού οργάνου των αγοριών. Και των κοριτσιών βέβαια, απλά τα κορίτσια μεταφωνίζετε πιο ομαλά. Αυτό σημαίνει πως σε ένα σχολείο είναι δύσκολο να ε΄χεις μία πλήρη τετράφωνη χορωδία και μία διάρκεια. Δεν μένουν κάποια άτομα, σε εκείνες τις ηλικίες, πολύ καιρό σε μία φωνή. Πολλές φορές αλλάζουν φωνή γιατί αλλάζουν και οι φωνές τους. Αυτό λοιπόν οδηγεί τους συναδέλφους στο να κάνουν μία εύκολη δίφωνη ή τρίφωνη διάταξη για να δουλέψουν σωστά. Δεν έχει νόημα να πιέσεις το υλικό που έχεις για να ταιριάξεις σε μία κατάσταση που δεν υπάρχει. Ωστόσο στο Πανεπιστήμιο η συντριπτική πλειοψηφία έχει μεταφωνίσει, οπότε έχουμε μια φωνητική ομοιογένεια αρκετά καλή, αρκετά σταθερή και μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον καθένα εκεί που ανήκει φωνητικά. Ανάλογα με την περίοδο που είναι γραμμένο ένα έργο μπορεί να έχουμε περισσότερες φωνές, για αυτό είπα ότι οι τέσσερεις φωνές είναι λίγες, Χαρακτηριστικά, στη περίοδο της πολυφωνίας με το Baroque στην αναγέννηση έχουμε σαρανταμία φωνές. Εκεί είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα.

Τώρα το πώς ελέγχεται όλο αυτό, είναι σχεδόν αδύνατον να βγει το έργο εάν ο μαέστρος δεν το έχει οραματιστεί μουσικά, δεν το έχει ακούσει μες στο μυαλό του, δεν ξέρει πως θέλει να είναι, ξέρει από πριν πως πρέπει να ερμηνευτεί και που θέλει να κάνει τις καινοτομίες του. Πρέπει να ξέρει πως θέλει να είναι. Υπάρχει μία γεμάτη μουσική εικόνα που έχει ο μαέστρος στο μυαλό του. Μοιράζει τις παρτιτούρες, αρχίζει τη διδασκαλία. Η διδασκαλία και ο τρόπος που πρέπει να γίνει η διάρθρωση, το πόσο θα διδάξεις μία φωνή, μέχρι ποιο σημείο. Δεν υπάρχει κάποια συνταγή γιατί δεν γίνεται όλα τα έργα να διδαχθούν με τον ίδιο τρόπο. Ανάλογα με τη δομή τους, ανάλογα με το πώς τα έχει συνθέσει ο συνθέτης, πρέπει και εσύ να βρεις τον τρόπο να τα διδάξεις αποδοτικά στη χορωδία, για να αισθανθεί η χορωδία ότι «το χει». Αφού το βασικό μουσικό υλικό γίνει τμήμα της χορωδία, αρχίζει μετά η ηρεμία και η αφομοίωση. Η στιγμή που οι χορωδοί σταματάνε να κοιτάνε τις νότες και μπορούν να σε κοιτάνε άρα να προσλαμβάνουν από τον μαέστρο πάρα πολλά ερεθίσματα που έχουν να κάνουν με τα μάτια, με την έκφραση. Υπάρχει και ένα τέτοιο κομμάτι, πάρα πολύ σημαντικό, που όταν έχουμε τον χρόνο να δουλέψουμε αρκετά, δημιουργεί μία πολλή μεγάλη μουσική ευτυχία στο τέλος. Τελικά, γίνεται. Δεν είναι και τόσο δύσκολο. Αλλά είναι μία διαδικασία που παίρνει πάρα πολλά χρόνια για να αποκτήσεις την μουσική ετοιμότητα για να το κάνεις.

Εάν δεν παινέψουμε το σπίτι μας θα πέσει να μας πλακώσει, οπότε ας μιλήσουμε για τη χορωδία του Παντείου Πανεπιστημίου. Πως ξεκίνησε;

Είναι μία πάρα πολλή ωραία ιστορία. Θα έλεγα ότι τον επαγγελματικό μου κόσμο είναι από τις ομορφότερες. Είναι αλήθεια. Η χορωδία του Παντείου ξεκίνησε ως εξής, είναι ένα project. Πριν από κάποια χρόνια είχα γνωριστεί με τη κυρία Τσοκανή, καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, που κάνει και το μάθημα «Μουσική και Επικοινωνία». Είχαμε συζητήσει αρκετά για το αντικείμενο της χορωδίας, γιατί εμένα θα έλεγε κανείς ότι έχω πολλή μεγάλη διάθεση να εντάσσω σε χορωδιακά σύνολα ανθρώπους οι οποίοι φωνητικά θεωρούνται δύσκολοι. Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ τον όρο «φάλτσος» ή «άρρυθμος». Είναι λίγο bullying αυτό ξέρεις (γέλια). Ο όρος «φάλτσος» είναι μία λαϊκή έκφραση τρόπον τινά δεν έχει ορθότητα και είναι σημαντικό να το ξέρει ο κόσμος αυτό. Ο σωστός όρος είναι: «ανορθόφωνος». Το οποίο τι είναι, είναι μία ρετσινιά. Κάποιος άνθρωπος δοκίμασε να τραγουδήσει και δεν του βγήκε σωστά. Δεν σημαίνει ότι όποτε δοκιμάσουμε να τραγουδήσουμε θα μας βγει επιτυχημένα. Ωστόσο, είναι πραγματικά μία φυσική ικανότητα του μέσου ανθρώπου να μπορεί να τραγουδήσει. Είναι μέσα στη κουλτούρα μας χιλιάδες χρόνια τώρα. Είναι χιλιάδες οι λόγοι που μπορεί να μην μα βγει να τραγουδήσουμε σωστά στην αρχή.

Εάν κάποιο άτομο που εμπιστευόμαστε μορφάσει αρνητικά όταν το κάνουμε αυτό, τότε το υποκείμενο που προσπαθεί να τραγουδήσει αλλά δεν τα καταφέρνει, παθαίνει ένα μικρό τραύμα. Δεν είναι ανάγκη αυτό να είναι δραματικό. Μιλάμε για κάτι απλό. Αυτό όμως περνάει στο ασυνείδητο του παιδιού ως μία πεποίθηση ότι «δεν το έχω με αυτό» ΄ότι «οι άλλοι μπορούν και εγώ δεν μπορώ». Άρα οι μηχανισμοί εκείνοι οι νευρικοί, οι ακουστικοί, και οι φωνητικοί που συμμετέχουν στο να τραγουδάει κάποιος, ουσιαστικά ατροφούν ή και υποστρέφονται μπορώ να πω. Με λίγα λόγια, δεν προσπαθεί αυτό το άτομο άρα δεν εξελίσσει τον μηχανισμό του. Υλοποιεί λοιπόν αυτή τη πραγματικότητα. Έρχεται κάποια εποχή, κάποια ηλικία που εκείνος θεωρεί ότι «ναι, δεν μπορώ να τραγουδήσω». Και το θεωρούν και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του. Αυτό ήταν το αντικείμενο της συζήτησής μας με την κυρία Τσοκανή. Της το εξηγούσα αυτό με πάρα πολλές τεχνικές λεπτομέρειες και ότι στη πραγματικότητα έχω αποδεχθεί στη ζωή μου ότι δεν υπάρχει περίπτωση αν κάποιος θέλει, και καθοδηγηθεί σωστά, να μην τραγουδήσει.

Κάποια στιγμή μέσα σε όλες αυτές τις κουβέντες που είχαμε μου έκανε την πρόταση να έρθω να κάνουμε ένα πείραμα. Εγώ ήθελα πάρα πολύ να το κάνω αυτό. Βρέθηκα σε κάποια τάξη, ούτε που θυμάμαι τώρα πια. Εξήγησα στα παιδιά που παρακολουθούσαν τι θέλω να κάνω. Πολλά από αυτά ήταν πολύ διστακτικά, όπως είναι φυσικό. Πολλοί από αυτούς τους φοιτητές θεώρησαν ότι δεν μπορούν. Η μεγάλη ευτυχία ήταν ότι μπόρεσαν. Και μάλιστα μπόρεσαν και πολύ γρήγορα. Ξεκινήσαμε με μία δόμηση ενός συνόλου με ρυθμικά στοιχεία. Χρησιμοποίησα μουσικές που προέρχονται από την Αφρική, οι οποίες έχουν έντονο το ρυθμικό στοιχείο ως δομικό. Μου αρέσουν πάρα πολύ οι “ethnic” μουσικές. Υπάρχει τεράστιος πλούτος στις ρίζες των λαών και στην παράδοσή τους. Συγκεκριμένα όμως με την Αφρικανική μουσική γιατί η Αφρικανική κουλτούρα έχει μεγάλη σχέση με το ρυθμό και είναι πάρα πολλή πρόσφορη. Το ένστικτο του ρυθμού είναι παλαιότερο από την αντίληψη της μελωδίας. Οπότε είναι πάρα πολύ καλά όταν ένα σύνολο θέλεις να το ξεκινήσεις να το δουλεύεις, να κάνεις ένα μουσικό σύνολο, να ξεκινήσεις με ρυθμό, με παιχνίδια που έχουν σχέση με το ρυθμό. Έτσι λοιπόν σιγά, σιγά ξεκίνησαν όλο και περισσότεροι φοιτητές και τα καταφέρνανε. Είχε πλάκα. Στην αρχή υπήρχαν διάφορες φυσιογνωμίες απεγνωσμένες, χαρούμενες.

Η χορωδία του Παντείου, πάντως, έχει πραγματικά κάποιες πολύ καλές φωνές.

Δεν το συζητάμε. Τώρα είναι ο τρίτος χρόνος (2017) λειτουργίας της χορωδίας αυτής και τα πάμε πολύ καλά.

Έχει τύχει να απορρίψεις ποτέ κάποιον;

Ποτέ. Έχουν υπάρξει φορές που δυσκολεύτηκα αλλά δεν απέρριψα. Στόχος είναι να τους περνάμε όλους και χωρίς audition και να ενταχθούν σε ένα σύνολο μουσικό και να εξελιχθούν από αυτό. Αρκεί ο χορωδός να θέλει να ταλαιπωρηθεί λίγο. Ανάλογα με το βαθμό που δεν πετυχαίνει να πει τις νότες μπορεί και να θέλει να σταματήσει να προσπαθεί. Αυτός είναι ο μόνος εχθρός. Εάν θέλει να συνεχίσει υπάρχει μέθοδος, υπάρχουν τρόποι να ακούσει αρχικά και μετά να μπορέσει να τραγουδήσει. Έτσι και έγινε με τα παιδιά του Παντείου στην αρχή. Φτιάχτηκε ένας πυρήνας και θέλαμε όλοι να το συνεχίσουμε γιατί προσέφερε σε όλους μας μουσική χαρά. Έτσι έχουμε τώρα την τετράφωνη χορωδία μας η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμία άλλη χορωδία. Λειτουργεί υπερβολικά καλά πλέον και για αυτό υπήρξε ένα μουσικό χαμόγελο στη μουσική μου ζωή.

Δεχόσαστε νέα μέλη τώρα ση χορωδία;

Ανα πάσα στιγμή δεχόμαστε νέα μέλη. Θέλω ως επί το πλείστο να είναι παντειακοί φοιτητές τα μέλη, Μπορούν να μας βρουν στις πρόβες μας, το μόνο κακό είναι ότι αυτές μετακινούνται συχνά για να ταιριάξουν στο πρόγραμμα των περισσότερων φοιτητών ανα εξάμηνο. Αυτός είναι ένας μεγάλος πονοκέφαλος για εμένα. Δεν μπορούν όλοι να μείνουν ευχαριστημένοι. Ωστόσο, όταν έχουμε μεγάλες συναυλίες κάνουμε έκτακτες πρόβες στις οποίες εντάσσω αμέσως και τους νέους χορωδούς.

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον κύριο Βρυζάκη για αυτή την υπέροχη συνέντευξη που μας παραχώρησε.

--

--

Stavroula Pollatou (Student Account)
Spam Radio Shows by Stavroula Pollatou

Projects during my studies at the Department of Communication, Media and Culture @Panteion University (2016–2018)