Tηλεργασία: Οι νέες προοπτικές

Maria Alexopoulou
Teammate 2020
Published in
4 min readMay 12, 2020

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας είχε απασχολήσει την παγκόσμια επιχειρηματική και μη, κοινότητα ήδη πολύ πριν από την εποχή του COVID-19.Στη χώρα μας ,οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να μπουν στην καθημερινότητα μας. Η εξοικείωση με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές κορυφώθηκε ωστόσο στη διάρκεια του κοινωνικού αυτοπεριορισμού στον οποίο τεθήκαμε, όπου πλέον για πρώτη φορά περάσαμε σε υποχρεωτική ηλεκτρονική εξόφληση του μεγαλύτερου μέρους των λογαριασμών μας. Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που αναδείχθηκαν με τον ψηφιακό μετασχηματισμό των οικονομιών, ήταν και η εξ ’αποστάσεως εργασία ή αλλιώς τηλεργασία.

Σύμφωνα με έρευνα του 2017 που διεξήχθη από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας(ILO) και το Ευρωπαικό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας(Eurofound) οι τακτικά κατ’ οίκον τηλεργαζόμενοι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχονται σε 3,3% του συνόλου των μισθωτών και οι μετακινούμενοι τηλεργαζόμενοι σε 5%. Παράλληλα ένα 10% τηλεργάζεται σε περιστασιακή βάση. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι παρά τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, η πλειονότητα των εργαζομένων εξακολουθεί να εργάζεται με παραδοσιακό τρόπο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η παρακολούθηση των διακυμάνσεων του βαθμού διείσδυσης της τηλεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Βλέπουμε πώς η τηλεργασία είναι πιο διαδεδομένη στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη και λιγότερο στην Κεντρική, Νότια και Ανατολική Ευρώπη. Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 18η θέση με τους τακτικά τηλεργαζόμενους να ανέρχονται στο 5% (1,7% κατ’ οίκον και 3,3% κινητή τηλεργασία).Στη Δανία, που είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη διείσδυση τηλεργασίας, ένας στους πέντε εργαζόμενους (19,7%) τηλεργάζεται σε τακτική βάση ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία, που βρίσκεται στην τελευταία θέση της κατάταξης είναι 2%.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Telework Research Network, οι μισές περίπου θέσεις εργασίας στις ανεπτυγμένες χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν να υπαχθούν σε καθεστώς τηλεργασίας, τουλάχιστον σε μερική βάση. Το όφελος για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους από την εφαρμογή της τηλεργασίας έχει υπολογιστεί από 52 εκ. δολάρια σε Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδά, έως 645 εκ. δολάρια ετησίως στις ΗΠΑ.

Όπως φαίνεται, τα οφέλη που έρχονται με την σωστή εφαρμογή του μοντέλου της τηλεργασίας σε μία επιχείρηση, είναι αρκετά σημαντικά. Η τηλεργασία μπορεί να επιφέρει σημαντικά, αμοιβαία, οφέλη στις επιχειρήσεις και στους εργαζομένους. Για τις επιχειρήσεις, τα κυριότερα οφέλη είναι η αύξηση της παραγωγικότητας μέχρι και 50%, η προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού νεότερων ηλικιών, η μείωση των λειτουργικών εξόδων, αλλά και η μείωση εκτάκτων απουσιών. Με τη συνεργασία της σωστής τεχνολογίας, οι εργαζόμενοι μπορούν να παραμένουν συνδεδεμένοι με τους πελάτες και τους συναδέλφους τους, ανεξάρτητα από την τοποθεσία τους, αυξάνοντας την επικοινωνία και υποστηρίζοντας τις επιχειρηματικές αποφάσεις και την ανάπτυξή τους. Για τους εργαζόμενους, η τηλεργασία μπορεί επίσης να βελτιώσει την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και να επιφέρει οικονομικά οφέλη, κυρίως μέσω της μείωσης των μετακινήσεων.

Η εφαρμογή του συγκεκριμένου μοντέλου εργασίας, παράλληλα επιδρά θετικά και στο ευρύτερο γενικό σύνολο, επιτρέποντας σε άτομα που διαμένουν σε απομακρυσμένες περιοχές, είτε άτομα που μέχρι σήμερα είχαν περιορισμένη δυνατότητα μετακίνησης (ΑμΕΑ, νέες μητέρες),να εργαστούν από το σπίτι τους, διατηρώντας υψηλά επίπεδα αποδοτικότητας. Ταυτόχρονα, η μειωμένη ανάγκη μετακίνησης και η μείωση της κατανάλωσης πόρων για τη λειτουργία των επιχειρήσεων και οργανισμών, επιδρά θετικά στο περιβάλλον μειώνοντας το οικολογικό αποτύπωμά τους.

Σε πολλές περιπτώσεις κινητήριος μοχλός για την εφαρμογή τηλεργασίας είναι η επιθυμία των ίδιων των εργαζομένων, ιδιαίτερα των νεότερων σε ηλικία, για μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας τους. Σαφώς και για την υιοθέτηση του μοντέλου απαιτούνται επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και εκπαίδευση ενώ ο βαθμός ψηφιακής ωριμότητας που απαιτείται είναι πολύ μεγάλος. Το πρώτο βήμα για κάθε επιχείρηση πάντως, φαίνεται πως είναι να δημιουργήσει ένα γρήγορο και παραγωγικό εργατικό δυναμικό, να καθορίσει ποια εργαλεία και απομακρυσμένης εργασίας μπορεί να του διαθέσει και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Κάθε επιχείρηση έχει διαφορετικές ανάγκες οι οποίες θα καθορίσουν και τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσει τα νέα αυτά μέσα που θα επιτρέψουν την υιοθέτηση του μοντέλου.

Στην Ελλάδα, η πολυνομία, η πολυπλοκότητα και η συνολική ακαμψία της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας η οποία, όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένα από τον ΣΕΒ, καθιστούν δύσκολο να ενσωματώσει τις αρχές της ευελιξίας και της μεταβλητότητας που διέπουν της σύγχρονες κοινωνίες και δυσχεραίνουν το έργο των επιχειρηματιών που θέλουν να εκσυγχρονίσουν το εργασιακό μοντέλο της επιχείρησής τους. Έτσι, παρόλο που η μερική τηλεργασία δεν απαγορεύεται από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, είναι δύσκολο να συνδυαστεί στην πράξη με κανονική εργασία σε ημερήσιο πρόγραμμα/βάση, ενώ υπάρχουν αντικρουόμενες ερμηνευτικές απόψεις κατά πόσο η επιχείρηση καλύπτεται σε περίπτωση ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές

Softwares και εφαρμογές είναι πάντως εδώ και χρόνια, ευρέως διαθέσιμες τόσο για μικρότερες όσο και μεγαλύτερες επιχειρήσεις και έχουν αποδείξει την αποδοτικότητα και την αξιοπιστία τους. Μολονότι η τηλεργασία δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις θέσεις εργασίας, στις σύγχρονες ανεπτυγμένες οικονομίες υπάρχει σημαντικός αριθμός θέσεων εργασίας που επιτρέπουν την εργασία από απόσταση τουλάχιστον σε μερική βάση. Με λίγα λόγια,ακόμη και αν μέχρι τώρα τα δεδομένα δεν ωθούν τις επιχειρήσεις σε αναγκαστική υιοθέτηση του μοντέλου της τηλεργασίας, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πώς το νέο αυτό μοντέλο εργασίας δύναται να αποκτήσει σημαντική δυναμική στα επόμενα χρόνια και η εξοικείωση με αυτό, μόνο θετικά μπορεί να επιφέρει τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τις επιχειρήσεις.

Πηγές :

--

--